Την ερχόμενη εβδομάδα, αν δεν υπάρξουν ανατροπές, οι επικεφαλής του κουαρτέτου αναμένεται να επιστρέψουν για μία ακόμα φορά στην Αθήνα. Τότε θα ξεκαθαρίσει πότε (και ενδεχομένως εάν) θα κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, καθώς πλέον θα τεθούν στο τραπέζι των διαβουλεύσεων τα «ισχυρά μέτρα» όπως ζήτησε το Eurogroup μέσω των οποίων θα επιτευχθεί διατηρήσιμο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και τα επόμενα χρόνια.
Ο πρώτος κάβος είναι έως το 2020, περίοδο την οποία καλύπτει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα η κατάθεση του οποίου εκκρεμεί.
Το μεγάλο αγκάθι όμως είναι το 2018, έτος κατά το οποίο η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει έρθει πολύ κοντά σε συμφωνία με το ευρωπαϊκό σκέλος των δανειστών αναφορικά με το ύψος του δημοσιονομικού κενού. Μένει να φανεί πόσο κοντά μπορεί να φτάσει στις απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι κατά τους υπολογισμούς του ΔΝΤ, το δημοσιονομικό κενό του 2018, εφόσον ο πήχης του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι 3,5% (όπως τέθηκε από το Eurogroup) αγγίζει το 2% του ΑΕΠ.
Είναι αυτό το 2% το οποίο μνημόνευσε την περασμένη Παρασκευή κυβερνητικός αξιωματούχους, αναφέροντας ότι το ΔΝΤ εφόσον δεν μειωθεί ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 3,5%, φτάνει να ζητά μέτρα έως 4,2 δισ. ευρώ.
Η διαφορά είναι ότι σύμφωνα με τον κυβερνητικό αξιωματούχο, η απαίτηση αυτή του ΔΝΤ αφορούσε το 2019, μετριάζοντας ενδεχομένως τις πιέσεις και σίγουρα τις εντυπώσεις για άμεση νομοθέτηση πρόσθετων μέτρων με τη γνωστή συνταγή που ζητά το ΔΝΤ: Περικοπές στις καταβαλλόμενες συντάξεις και δραστική μείωση του αφορολογήτου στην περιοχή των 5.000 ευρώ.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες οι απαιτήσεις του ΔΝΤ υπερβαίνουν αθροιστικά το 2%, καθώς κατά τους υπολογισμούς του η διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% μετά το 2018 θα απαιτήσει ένα επιπρόσθετο πακέτο μέτρων ύψους 0,5% του ΑΕΠ. Περίπου 1 δισ. ευρώ ακόμα, αθροιστικά πάνω από 5 δισ. ευρώ.
Χθες, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, μιλώντας στην Οικονομική και Νομισματική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες είπε ότι δεν θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα, διότι η Ελλάδα θα πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους το 2018.
Ο Γ. Χουλιαράκης, σύμφωνα με τα όσα μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων «υπενθύμισε, ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν ζητούν πρόσθετα μέτρα μετά το 2018 κι ότι το πρόβλημα είναι το ΔΝΤ που προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2018 και γι’ αυτό ζητά μέτρα που αντιστοιχούν στο 2% του ελληνικού ΑΕΠ».
Νωρίτερα, λίγο μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του Eurogroup, κορυφαίο στέλεχος του ΔΝΤ σε ενημέρωση προς δημοσιογράφους ανέφερε ότι «δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθούν οι μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και στη φορολογία εισοδήματος αν Έλληνες και Ευρωπαίοι επιμείνουν στο 3,5%».
Το Eurogroup όμως, νωρίτερα, είχε σφραγίσει τουλάχιστον έως τα μέσα του 2018 – οπότε άφησε ένα παράθυρο πιθανής επανεξέτασης- το στόχο πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% για το 2018 και κάθε έτος που ακολουθεί χωρίς να προσδιορίζει σε αυτή τη φάση αν η απαίτηση αυτή θα έχει διάρκεια, τριών, πέντε ή δέκα ετών όπως ανέφερε ο Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Με αυτά τα δεδομένα- χώρια τα αγκάθια σε εργασιακό και αγορά ενέργειας- η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων την ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται να συνοδευτεί από ένταση.
Παρά την κυβερνητική αισιοδοξία, η οποία επίσης αποτυπώθηκε στις δηλώσεις του Γ. Χουλιαράκη, για δυνατότητα ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης έως το τέλος του έτους, όλα τα δεδομένα συνθέτουν ένα τοπίο δύσκολων διαπραγματεύσεων, ενδεχομένως μακράς διαρκείας.
Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, χωρίς να προσδιορίζει με σαφήνεια το χρόνο, έχει αναφέρει ότι η συμφωνία θα απαιτήσει χρόνο και από το 2017 ενώ χθες ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είπε ότι «χρειάζεται περισσότερος χρόνος για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης».
Αν στο παιχνίδι της αξιολόγησης έμεναν μόνο οι Ευρωπαίοι, ενδεχομένως οι απαιτήσεις να ήταν διαχειρίσιμες. Αν δεν μετάσχει όμως το ΔΝΤ, μια σειρά από ευρωπαϊκά κοινοβούλια με πρώτο και καλύτερο το γερμανικό διαμηνύουν ότι δεν θα προχωρήσουν καν στην εκταμίευση της επόμενης δόσης των 6,1 δισ. ευρώ.