Η ανάγκη για στροφή του ελληνικού τουρισμού στην ποιότητα έγινε τα τελευταία χρόνια αγαπημένο κλισέ των παραγόντων του χώρου. Κυριάρχησε στις κατά καιρούς μελέτες, εισχώρησε στο στρατηγικό σχέδιο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) για την ανάπτυξη του τομέα έως το 2021 κι έγινε μόνιμη επωδός στις αιτιολογικές εκθέσεις των τουριστικών νομοσχεδίων. Αποτέλεσε, ταυτόχρονα, τη λογικοφανή βάση για τις επιδοτήσεις που κατευθύνθηκαν στην υλοποίηση επενδύσεων για νέες ξενοδοχειακές μονάδες υψηλών κατηγοριών αλλά και προγραμμάτων αναβάθμισης παλαιότερων μονάδων.
Στην ίδια λογική, ισχυροποιήθηκαν οι φωνές του χώρου που ζητούσαν να μετατοπιστεί η ανάλυση των μεγεθών του τουρισμού από τα...«κεφάλια» (αριθμός ξένων επισκεπτών) στις εισπράξεις και τη μέση κατά κεφαλή δαπάνη των ξένων τουριστών στη χώρα μας.
Το οξύμωρο είναι ότι η φετινή χρονιά επαναφέρει τη συζήτηση στα «κεφάλια»!
Και, ω του θαύματος, η άποψη που τείνει να κυριαρχήσει, πλέον, μεταξύ των βασικών «παικτών» του χώρου είναι: Εμπρός στον δρόμο που χάραξαν οι ανταγωνιστές!
Οι οποίοι τι έκαναν; Πέτυχαν να αυξήσουν τις εισπράξεις τους από τον τουρισμό, παρά το γεγονός ότι χρόνο με το χρόνο οι τουρίστες ξοδεύουν ολοένα λιγότερα χρήματα (μέση κατά κεφαλή δαπάνη, ΜΚΔ). Πώς έγινε αυτό το μαγικό; Μα, προσελκύοντας σημαντικά περισσότερους τουρίστες, ώστε να ρεφάρουν τα λιγότερα χρήματα που θα εισέπρατταν από τον καθένα ξεχωριστά.
Τα στοιχεία προσφέρουν στους Έλληνες επιχειρηματίες του τουρισμού (ιδιαίτερα τους ξενοδόχους) τη δυνατότητα να «απενοχοποιηθούν» αφού αποτελεί γενική διαπίστωση πως οι τουρίστες ψαλίδισαν τις δαπάνες τους, όπου κι αν ταξίδεψαν.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα συγκρίσιμα στοιχεία του World Tourism Barometer που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο ΣΕΤΕ (SETE Intelligence), στους πρώτους επτά μήνες της φετινής χρονιάς η μέση κατά κεφαλή δαπάνη ανά ταξίδι (ΜΚΔ) σε σύγκριση με το 2015 των ξένων επισκεπτών μειώθηκε 4% στην Κύπρο, 4,1% στην Ισπανία, 1,4% στην Τουρκία, 3,1% στην Ιταλία, 3,3% στην Ελλάδα, 2,7% στην Κροατία και 3,4% στην Πορτογαλία.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, όμως, τα λιγότερα χρήματα που δαπανούν πλέον οι ξένοι τουρίστες δεν είναι η συντέλεια του κόσμου. Αποτυπώνουν, αντίθετα, μια τάση με την οποία μάλλον θα υποχρεωθεί να «συμβιώσει» ο παγκόσμιος (και ο ελληνικός προφανώς) τουρισμός. Κι αυτό καθώς η διεθνής οικονομική κρίση, η γεωπολιτικές ανακατατάξεις και η τρομοκρατία υποχρεώνουν τους ανθρώπους να προσανατολίζονται σε φθηνότερα ταξίδια. Είτε αυτό προκύπτει από χαμηλότερες τιμές στα καταλύματα και στους χώρους εστίασης, είτε χρειάζεται να περικοπεί η διάρκεια του ταξιδιού.
Τι σημαίνει αυτό για τους τουριστικούς προορισμούς; Ότι θα πρέπει να βρουν τρόπους να προσελκύουν περισσότερους επισκέπτες. Με δεδομένο ότι στην περίοδο καλοκαιρινής αιχμής οι κύριοι τουριστικοί προορισμοί της Ελλάδας γεμίζουν, αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τρεις τρόπους: είτε να «βουλιάξουν» από κόσμο οι προορισμοί που σήμερα απλώς γεμίζουν, είτε να διευρυνθεί το χρονικό «παράθυρο» στο οποίο έρχονται τουρίστες στην Ελλάδα, είτε να αυξηθούν οι διαθέσιμοι προορισμοί.
Όλα αυτά προϋποθέτουν επενδύσεις για πρόσθετες υποδομές κάθε είδους (οδικό δίκτυο, αεροδρόμια, λιμάνια, μαρίνες, ειδικές τουριστικές εγκαταστάσεις) και όχι μόνο περισσότερα ξενοδοχεία.
Επιπλέον προϋποθέτει ισχυρά προγράμματα μάρκετινγκ σε επιλεγμένες αγορές. Τόσο για το brand name «Ελλάδα», όσο και από τους προορισμούς αλλά και τις μεμονωμένες επιχειρήσεις.
Όμως, ολοκληρωμένα προγράμματα μάρκετινγκ δεν εξαντλούνται μόνο στα social media και τα press trips, ούτε μόνο στα ταξίδια εξοικείωσης (fam trips) για ταξιδιωτικούς πράκτορες από ξένες αγορές και τα λογής-λογής μεμονωμένα events, ούτε τα διαφημιστικά προγράμματα σε κλασικά μέσα ή στο διαδίκτυο.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν σε τέτοιες συνθήκες, σχεδόν το μοναδικό «όπλο» μάρκετινγκ που διαθέτεις είναι οι «προσφορές» των ξενοδόχων; Οι οποίοι, μάλιστα, βλέποντας τις κρατήσεις να παραμένουν «αναιμικές» -και υπό το κράτος πανικού- έπαιζαν τα ρέστα τους σε εκπτώσεις;
Το αποτέλεσμα αποτυπώθηκε στα ίδια στοιχεία του World Tourism Barometer. Εκεί όπου -εξαιρώντας την Τουρκία των χιλίων προβλημάτων- η Ελλάδα είναι ο μοναδικός μεσογειακός προορισμός της Ε.Ε ο οποίος (στο επτάμηνο) κατέγραφε μείωση αφίξεων και τουριστικών εισπράξεων. Ολοι οι άλλοι μετρούσαν αυξήσεις και στα δύο μεγέθη. Η μείωση των εισπράξεων, μάλιστα, στην Ελλάδα παρέμενε στα επίπεδα του 5,5% ακόμα και τον Σεπτέμβριο, παρά την αύξηση των ξένων τουριστών στο σύνολο της περιόδου Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου.
Με «διαγνωσμένη» από χρόνια (όπως παραδέχθηκε και ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας Γ. Τσακίρης) τη σταθερή μείωση της μέσης κατά κεφαλή δαπάνης (ΜΚΔ) των ξένων τουριστών στην Ελλάδα, το στοίχημα για τα επόμενα χρόνια είναι απολύτως ξεκάθαρο: με ποιο τρόπο θα διασφαλιστεί τέτοια αύξηση των ξένων τουριστών στη χώρα, ώστε να αυξάνονται (και όχι να μειώνονται) οι ταξιδιωτικές εισπράξεις.
Το «φωτογραφίζει» η πορεία του αριθμού ξένων τουριστών και εισπράξεων Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου (τα πιο πρόσφατα συγκρίσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας) στη χώρα μας από το 2012 μέχρι φέτος. Όπως διαπιστώνεται, κατά την τελευταία τετραετία (και για το διάστημα που προαναφέραμε), οι ξένοι τουρίστες στη χώρα μας αυξήθηκαν από 13,4 εκατ. επισκέπτες το 2012 σε 21,3 εκατ. ταξιδιώτες φέτος. Αυξήθηκαν, δηλαδή, κατά 8 εκατ. επισκέπτες (!) ή σχεδόν 60%! Στο ίδιο διάστημα οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν από τα 9,3 δισ. ευρώ το 2012 σε 12 δισ. ευρώ φέτος. Επίδοση που μεταφράζεται σε 2,7 δισ. ευρώ περισσότερα έσοδα ή αύξηση 29%.
Ένα στοίχημα με το οποίο αναμετρώνται ήδη τόσο οι χώρες-προορισμοί σε όλο τον κόσμο, όσο και κορυφαίοι ταξιδιωτικοί όμιλοι. Με στόχο να προσελκύσουν περισσότερους πελάτες, που είναι βέβαιο ότι θέλουν να ξοδεύουν λιγότερο.
Σε μια εποχή που ο παγκόσμιος τουρισμός δείχνει να εισέρχεται στην εποχή των... Μυρίων τουριστών. Και των δισεκατομ-μυρίων εισπράξεων...