Μέτρα εδώ και τώρα, με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα της περιόδου 2018-2020, ζητά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αρνούμενο να αποδεχθεί την υιοθέτηση στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων τα οποία δεν θα συνοδεύονται από συγκεκριμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την τροφοδότησή τους.
Όλα αυτά, εφόσον διατηρηθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ (αρχικά) για την τριετία 2018-2020 και δεν βάλουν νερό στο κρασί τους οι Ευρωπαίοι. Προς το παρόν, οι στόχοι παραμένουν στο ύψος τους, αλλά η κυβέρνηση προτίθεται να κάνει μία ακόμα απόπειρα συρρίκνωσής τους στο επικείμενο Eurogroup.
Η απαίτηση αυτή του ΔΝΤ βάζει «φωτιά» στη διαπραγμάτευση και έρχεται να προστεθεί σε ένα δαιδαλώδες σχήμα απαιτήσεων και πολιτικών ισορροπιών, που αγγίζει τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, με την Ελλάδα να βρίσκεται στη μέση.
Πηγές με γνώση της κατάστασης χαρακτηρίζουν το σκηνικό ως «το τρίγωνο του διαβόλου». Εξηγούν πως αυτή τη στιγμή η κατάσταση είναι τόσο μπερδεμένη και οι διαφορετικές προσεγγίσεις ανάμεσα στις εμπλεκόμενες πλευρές τόσο σύνθετη, που η επιδιωκόμενη πολιτική συμφωνία στις 5 Δεκεμβρίου φαντάζει τουλάχιστον δύσκολη.
Το ευρωπαϊκό σκέλος των δανειστών, κατά την παραμονή του κουαρτέτου στην Αθήνα, διαμήνυσε ότι δεν έχει εξουσιοδότηση να διαπραγματευτεί το παραμικρό αναφορικά με τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ που περιγράφεται στο Μνημόνιο.
Έτσι, κατά την επικαιροποίηση του Μνημονίου, στο κείμενο το οποίο παρέδωσε στην ελληνική κυβέρνηση ζητά την κατάθεση και ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου της περιόδου 2018-2020, με στόχο πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Αυτό αποτελεί ένα πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση, η οποία επί μήνες πασχίζει να πείσει το Eurogroup για την αναγκαιότητα μείωσης των στόχων στα επίπεδα του 2%-2,5%.
Πολλαπλάσιο όμως είναι το πρόβλημα όταν μπαίνει η παράμετρος ΔΝΤ. Το Ταμείο δεν αρκείται στην ενσωμάτωση των στόχων στο Μεσοπρόθεσμο, αλλά απαιτεί οι στόχοι να γεμίσουν με συγκεκριμένα μέτρα. Και στο σημείο αυτό, μπαίνει η δικιά του συνταγή: δραστική μείωση στο αφορολόγητο των 8.600 ευρώ και νέες περικοπές στις καταβαλλόμενες συντάξεις, είναι τα βασικότερα ζητούμενα.
Κυβερνητική πηγή επιβεβαιώνει στο Euro2day.gr ότι το ΔΝΤ ζητά προκαταβολικά τα μέτρα για την τροφοδότηση των πλεονασμάτων, χωρίς όμως να δίνει το στίγμα του ύψους των δημοσιονομικών του απαιτήσεων. Πηγή εκτός διαπραγμάτευσης, η οποία είναι σε θέση να γνωρίζει, κάνει λόγο για «κάποιες μονάδες του ΑΕΠ»...
Σύμφωνα με πληροφορίες, η στάση του ευρωπαϊκού σκέλους των δανειστών στο συγκεκριμένο ζήτημα ήταν συμβιβαστική. «Προσπαθούν να μεσολαβήσουν», αναφέρει χαρακτηριστικά στέλεχος με γνώση της κατάστασης. Το παζλ όμως γίνεται ολοένα και πιο σύνθετο και ολοένα και περισσότερο γίνεται ευκρινές ότι χωρίς πολιτική συνθηκολόγηση, απλά δεν θα υπάρξει (άμεσα) συμφωνία.
Το ισχυρό δίπολο
Το παιχνίδι παίζεται σε τρία επίπεδα διαφωνιών. Το ΔΝΤ ζητά ουσιαστική διευθέτηση του χρέους με παράλληλη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, για να μπει στο τρίτο πρόγραμμα με χρηματοδότηση.
Γερμανία και ο Β. Σόιμπλε αρνούνται πεισματικά. Ζητούν όμως επίμονα, το ΔΝΤ να μπει στο παιχνίδι. Χωρίς το ΔΝΤ, η Γερμανία είναι δεδομένο ότι δεν πρόκειται να εκταμιεύσει επόμενη δόση από το τρίτο πακέτο χρηματοδότησης. Μπλοκάρει έτσι ακόμα και η ίδια η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Την ίδια ώρα, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση, στοίχημα το οποίο προσκρούει αφενός στα εργασιακά, αφετέρου στα δημοσιονομικά.
Το κουβάρι επιχειρήθηκε να αρχίσει να ξεδιπλώνεται στην περίφημη συνάντηση του Washington Group την ερχόμενη Παρασκευή, αλλά αυτή ματαιώθηκε. Η αίσθηση που επικρατεί είναι ότι η αναβολή της συνδέεται ακριβώς με τη δημοσιοποίησή της και το γεγονός ότι το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών δεν θέλει να δημιουργείται «σκηνικό κρίσης» όπως αναφέρουν πληροφορίες από το Βερολίνο.
Πληροφορίες τις οποίες μετέδωσε χθες το πρακτορείο MNI αναφέρουν ότι η συνάντηση θα γίνει άλλη μέρα και σε άλλο τόπο ενώ οικονομικός παράγοντας με γνώση της κατάστασης αναφέρει ότι Σόιμπλε και Τόμσεν βρίσκονται εδώ και καιρό σε ανοιχτή γραμμή.
Μόνο που τώρα πλέον ο χρόνος έχει αρχίσει να πιέζει και οι εμπλεκόμενοι παίκτες, αν πράγματι θέλουν να υπάρξει λύση, θα πρέπει να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις. Οι υποχωρήσεις θεωρείται βέβαιο από οικονομικούς παρατηρητές ότι θα αφορούν και (αν όχι κυρίως) την ελληνική κυβέρνηση.