Ιδρύεται με απόφαση του ειρηνοδικείου Αθηνών (450/2016 ) νέος συνδικαλιστικός φορέας στο χώρο της Δικαιοσύνης, η "Ένωση ανωτέρων και ανωτάτων Δικαστών και Εισαγγελέων».
Σύμφωνα με την απόφαση του Ειρηνοδικείου ως ιδρυτικά μέλη της νέας Ένωσης υπογράφουν 40 δικαστές, από τους οποίους οι 24 είναι από τον Άρειο Πάγο εκ εξ αυτών οι 7 είναι αντιπρόεδροι. Πρώτη στον κατάλογο των ιδρυτικών μελών είναι η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου.
Μάλιστα εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι δικαστές του Αρείου Πάγου που υπέγραψαν ως ιδρυτικά μέλη της νέας Ένωσης, προήχθησαν στον βαθμό που κατέχουν επί της προεδρίας.
Από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δεν περιλαμβάνεται κανένας αντεισαγγελέας, ούτε και η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου, στα 40 ιδρυτικά μέλη της νέας δικαστικής Ένωσης.
Εντωμεταξύ συνεχίζονται οι πιέσεις προς τους δικαστές για να εγγραφούν ως μέλη στη νέα Ένωση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στο άρθρο 3 του καταστατικού της «Ένωσης Ανώτατων και Ανώτερων Δικαστών και Εισαγγελέων», προβλέπεται ότι μπορούν να εγγραφούν ως μέλη δικαστές και εισαγγελείς όλων των βαθμών, κάτι που δεν συμβαδίζει με τον τίτλο της νέας Ένωσης, ενώ ορισμένες από τις διατάξεις του καταστατικού της είναι ίδιες με διατάξεις του καταστατικού της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, της οποίας πρόεδρος διετέλεσε η κυρία Θάνου.
Η αντίφαση αυτή, όπως λένε δικαστές, αποτελεί ένα σκοτεινό σημείο του καταστατικού της νέας Ένωσης, ενώ οι ίδιοι κάνουν λόγο για αντισυνταγματικότητα.
Εξάλλου, σύμφωνα με το καταστατικό της νέα Ένωση μπορούν να εγγραφούν ως επίτιμα μέλη και συνταξιούχοι δικαστές και εισαγγελείς.
Κατόπιν αυτών, εγκαταλείφθηκε, τουλάχιστον προσωρινά, η ίδρυση μιας ακόμη Ένωσης, αυτή της Ένωσης Ειρηνοδικών που απαριθμεί περίπου 1.000 άτομα.
Υπενθυμίζεται ότι η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) και η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος έχουν ήδη με ανακοινώσεις τους, αντιταχθεί στην ίδρυση της νέας διασπαστικής -όπως την αποκαλούν- Ένωσης, ενώ η πρώτη Ένωση (ΕΔΕ) έχει επισημάνει ότι η νέα Ένωση θα επιδιώξει, την αύξηση του ανωτάτου ορίου ηλικίας αποχώρησης των δικαστικών λειτουργών κατά δύο χρόνια παρά του συνταγματικούς περιορισμούς, όπως και την καταβολή ειδικού επιδόματος σε ανώτερους και ανώτατους δικαστές.