Στις 12 Δεκεμβρίου θα πραγματοποιηθεί ο πρώτος πιλοτικός διαγωνισμός (δημοπρασία) για νέα φωτοβολταϊκά, στον οποίο θα προκρίνονται όσοι προσφέρουν καλύτερη (χαμηλότερη) τιμή κιλοβατώρας.
Η συνολική προσφερόμενη ισχύς φωτοβολταϊκών ανέρχεται σε 40 μεγαβάτ, ενώ με βάση τα όσα παρουσιάστηκαν την Παρασκευή σε ενημερωτική ημερίδα της ΡΑΕ, αναφορικά με τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν, ο διαγωνισμός αυτός θα έχει κοινά χαρακτηριστικά με τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες. Δηλαδή εφόσον προκρίνεται μια προσφορά, για αυτήν θα ισχύει η τιμή μονάδος (ευρώ ανά μεγαβατώρα) που πρόσφερε ο διαγωνιζόμενος (pay-as-bid).
Εκ μέρους της ΡΑΕ, τα βασικά χαρακτηριστικά της διαγωνιστικής διαδικασίας παρουσίασαν σε στελέχη εταιρειών ο εκπρόσωπος της Cosmo One, η οποία θα προσφέρει την τεχνική υποδομή και το λογισμικό για τη διενέργεια της δημοπρασίας, ο πρόεδρος της ΡΑΕ Νίκος Μπουλαξής και το αρμόδιο στέλεχος της Αρχής Διονύσης Παπαχρήστου.
Σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία, η δημοπρασία θα αφορά δύο κατηγορίες φωτοβολταϊκών. Ισχύος μέχρι ένα μεγαβάτ, και πάνω από ένα μεγαβάτ. Το ποσοστό της πρώτης κατηγορίας ανέρχεται σε 20% για τη μικρή κατηγορία, ενώ δεν θα γίνονται δεκτές προσφορές για μονάδες με ισχύ μεγαλύτερη από 10 μεγαβάτ.
Η προκήρυξη του διαγωνισμού, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο κ. Παπαχρήστου, αναμένεται να δημοσιευθεί μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα και σε αυτήν θα περιλαμβάνονται όλες οι λεπτομέρειές του, όπως όροι συμμετοχής, κριτήρια επιλεξιμότητας, εγγυήσεις κ.λπ.
Στην ημερίδα, διευκρινίστηκε ότι στον διαγωνισμό μπορούν να λάβουν μέρος και έργα σε προχωρημένο στάδιο προετοιμασίας, δηλαδή που έχουν πάρει από τον διαχειριστή του δικτύου όρους οριστικής σύνδεσης. Επισημάνθηκε επίσης ότι κάθε έργο που θα εγκριθεί στο πλαίσιο του διαγωνισμού, θα πρέπει να τεθεί σε δοκιμαστική λειτουργία σε 24 μήνες, εφόσον η ισχύς του είναι μεγαλύτερη του ενός μεγαβάτ και σε 18 μήνες για τα μικρότερα έργα.
Σε ό,τι αφορά στην επιβολή ρήτρας για την ολοκλήρωση της επένδυσης μέσα στα παραπάνω χρονικά όρια, υπάρχουν σκέψεις για την κατάθεση εγγυητικής επιστολής αξίας ίσης με το 4-5% του ύψους της επένδυσης, η οποία θα επιστρέφεται στον επενδυτή μετά την έναρξη λειτουργίας της μονάδας.