Συνεχίζονται οι αναταράξεις στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά την απόφαση του προέδρου του Νικόλαου Σακελλαρίου, την περασμένη Παρασκευή, να αναβάλει τη διάσκεψη για τις τηλεοπτικές άδειες και την πρωτοφανή, έντονη αντιπαράθεση που υπήρξε μεταξύ μελών του δικαστηρίου και του ίδιου του προέδρου.
Οπως αναφέρουν σύμβουλοι Επικρατείας, ο κ. Σακελλαρίου κατά την επίμαχη διάσκεψη, πέρα των άλλων, επιχείρησε να παραβιάσει τον κανονισμό λειτουργίας του ΣτΕ, έτσι ώστε να κληθούν οι δικαστές να λάβουν απόφαση για τις τηλεοπτικές άδειες, χωρίς να έχουν πλήρη εικόνα της νομικής κατάστασης και πραγματικότητας.
Χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι ο πρόεδρος, χωρίς να έχουμε ενημερωθεί πλήρως για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, «μας ζητούσε να ψηφίσουμε με κλειστά μάτια», από ό,τι εικόνα είχαμε από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και ό,τι θα μας έλεγε ο εισηγητής της υπόθεσης.
Και προσέθεσαν: «Αυτά είναι πρωτόγνωρα πράγματα στο ΣτΕ, ο πρόεδρός του να επιχειρεί να παραβιάσει τον νόμο, ενώπιον των δικαστών».
Δύο αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Χρήστος Ράμμος και η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, με επιστολές-καταπέλτες παραιτήθηκαν από μέλη της Ένωσης του ΣτΕ, χαρακτηρίζοντας την ανακοίνωση που εξέδωσε ως «μέγα ατόπημα», καταλογίζοντάς της παράλληλα ότι λειτούργησε ως «γραφείο Τύπου» του κ. Σακελλαρίου, ενώ δεν παραλείπουν να τονίσουν ότι η αναβολή της διάσκεψης δεν είναι τίποτε άλλο από «αρνησιδικία».
Παράλληλα, συγκαλείται γενική συνέλευση των μελών της Ένωσης του ΣτΕ για να εκλεγεί νέο Διοικητικό Συμβούλιο.
Οι επίμαχες ανακοινώσεις
Υπενθυμίζεται ότι την περασμένη Παρασκευή, μετά την αναβολή της διάσκεψης, ο κ. Σακελλαρίου εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία ανέφερε:
«Ενόψει του κλίματος το οποίο επιχειρείται να διαμορφωθεί τις τελευταίες, ιδίως, ημέρες από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις ως προς την έκβαση της διασκέψεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις εκκρεμείς ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεις των τηλεοπτικών αδειών, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι πρέπει να ματαιωθεί η προγραμματισθείσα (από 13.9.2016) για σήμερα διάσκεψη επί των υποθέσεων αυτών».
Στη συνέχεια η Ένωση του ΣτΕ εξέδωσε δική της ανακοίνωση την οποία υπέγραφαν ο πρόεδρός της και ο γενικός γραμματέας, Ευθύμιος Αντωνόπουλος και Ιωάννης Παπαγιάννης, αντίστοιχα, η οποία ανέφερε:
«Σύμφωνα με την από 30.9.2016 ανακοίνωση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο μόνος λόγος για τον οποίο ματαιώθηκε η προγραμματισμένη για σήμερα διάσκεψη της Ολομέλειας του δικαστηρίου επί των υποθέσεων για τις τηλεοπτικές άδειες είναι το κλίμα που έχει διαμορφωθεί από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις ως προς την έκβαση της διασκέψεως της Ολομέλειας για τα θέματα αυτά.
Επομένως, όσα αντίθετα αναφέρονται στον Τύπο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».
Μέγα ατόπημα...
Με άλλα λόγια, όπως καταγγέλλεται, η Ένωση του ΣτΕ, ανεπιφύλακτα, δέχεται το περιεχόμενο της ανακοίνωσης του κ. Σακελλαρίου, καταλήγοντας ότι όλα τα άλλα που λέγονται από τον Τύπο είναι ψευδή.
Όμως, αφενός, ο ίδιος ο πρόεδρος της Ένωσης του ΣτΕ συμμετείχε στην επίμαχη διάσκεψη, αφετέρου, για την έκδοση της ανακοίνωσης δεν είχε τη σύμφωνη γνώμη των άλλων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου παρά μόνο του γενικού γραμματέα, ο οποίος ήταν και αναγκαίος για την υπογραφή της ανακοίνωσης.
Οι δύο αντιπρόεδροι που παραιτήθηκαν από μέλη της Ένωσης του ΣτΕ, μεταξύ των άλλων, αναφέρουν στις επιστολές παραίτησής τους ότι η ανακοίνωση της Ένωσης του ΣτΕ αποτελεί «μέγα ατόπημα» καθώς άφησε την εντύπωση προς τα έξω ότι «ομιλεί το σύνολο του σώματος» του ΣτΕ, δηλαδή όλοι οι δικαστές του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Πέρα από όλα αυτά, συνεχίζουν οι δύο αντιπρόεδροι, η Ένωση για πρώτη φορά στην ιστορία της «μετατράπηκε ουσιαστικά σε γραφείο Τύπου του προέδρου του ΣτΕ», ενώ παράλληλα παραγνώρισε τον θεσμικό της ρόλο και «εξέφρασε γνώμη για ζήτημα το οποίο ούτε είχε θεσμικά τη δυνατότητα να γνωρίζει ως συλλογικό όργανο (πώς δηλαδή, υπό ποιες συνθήκες και για ποιο πραγματικά λόγο διακόπηκε μια διάσκεψη), ούτε ανήκει στις αρμοδιότητές της».
Πέρα από όλα αυτά όμως, σημειώνουν οι δύο αντιπρόεδροι, η Ένωση με την ανακοίνωσή της προκατέλαβε την άποψη για το θέμα αυτό όσων (πλην του προέδρου της) εκ των μελών της Ένωσης μετείχαν στη διάσκεψη και ενδεχομένως έχουν άλλη άποψη για τη διακοπή της διάσκεψης» και συνεχίζουν:
«Ακόμη χειρότερα», με την ανακοίνωση, το Δ.Σ. της Ένωσης του ΣτΕ αποδοκιμάζει ως ψευδή «όσα αντίθετα αναφέρονται στον Τύπο», με βάση όχι τη δική της αντίληψη για τα πράγματα, αλλά την ανακοίνωση του προέδρου του δικαστηρίου, μετατρέποντας ουσιαστικά την Ένωση, για πρώτη φορά, σε γραφείο Τύπου του προέδρου του δικαστηρίου».
Και όλα αυτά όταν -συνεχίζουν οι δύο ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί- «ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα τόσο τον έντυπο όσο και τον ηλεκτρονικό Τύπο κατέκλυζαν δημοσιεύματα που με αφορμή τη συγκεκριμένη υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, αναφέρονταν όχι πάντα με τα καλύτερα λόγια στην εν γένει λειτουργία του συνόλου του δικαστηρίου και στον ρόλο των δικαστών, το Δ.Σ. τηρούσε αιδήμονα σιγή».
Σε άλλο σημείο των παραιτήσεών τους αναφέρουν ότι η ανακοίνωση της Ένωσης «εμφανίζεται στην πρώτη παράγραφο να παίρνει θέση μόνο επί ενός πραγματικού γεγονότος χωρίς να το αξιολογεί», ενώ με την τελευταία παράγραφο της ανακοίνωσής της «δημιουργείται σαφώς η εντύπωση ότι η Ένωση θεωρεί ότι ήταν επαρκής λόγος για τη διακοπή της διάσκεψης η δημιουργία κλίματος δημόσιων αντεγκλήσεων» και εκεί «βρίσκεται το μεγαλύτερο ατόπημα, διότι αφορά την ίδια τη λειτουργία του θεσμού».
«Αρνησιδικία» συνιστά, σύμφωνα με τους δύο αντιπροέδρους, η άποψη που δέχεται ότι το ΣτΕ «αντί να διασκεφθεί και να εκδώσει απόφαση επί οποιασδήποτε υποθέσεως ανεξαρτήτως της φύσεώς της, είναι σκόπιμο να αναβάλει επ' αόριστον τη διάσκεψή του με την επίκληση ενός κάποιου κλίματος (το οποίο το δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει)».
Και καταλήγουν ότι η ανακοίνωση αποτελεί ατόπημα που πλήττει καίρια τον θεσμικό ρόλο του της Ένωσης του ΣτΕ και «σηματοδοτεί αλλαγή στη μακροχρόνια πορεία της από ανεξάρτητο όργανο έκφρασης του συνόλου των μελών του ΣτΕ σε διοικητική υπηρεσία».
Μάλιστα, οι δύο αντιπρόεδροι θέτουν το ερώτημα: «Τι θα λέγαμε αν ένας βοηθός εισηγητής αρνιόταν να καταθέσει προεισηγήσεις, ή ένας σύμβουλος αρνιόταν να καταθέσει εισήγηση επικαλούμενος ότι λόγω του κλίματος δεν μπορεί να ασκήσει με νηφαλιότητα τα καθήκοντά του;
Μπορεί κανείς να διανοηθεί το 1969 αναβολή είτε συζήτησης είτε της διάσκεψης επί της υποθέσεως των απολυμένων από τη στρατιωτική δικτατορία δικαστών, κατ' επίκληση δυσμενών συνθηκών ή κακού κλίματος;».
Κατόπιν αυτών, η Ένωση του ΣτΕ συγκαλεί τη 13η Οκτωβρίου 2016 γενική συνέλευση με βασικά θέματα τα τρέχοντα ζητήματα της Δικαιοσύνης και την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση μη απαρτίας, η επόμενη σύγκληση της γενικής συνέλευσης καθορίστηκε μία εβδομάδα μετά, δηλαδή 20 Οκτωβρίου 2016.
Έκκληση από τον μακροβιότερο πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας για προστασία του θεσμού
Έκκληση προς όλους τους δικαστές του Συμβουλίου Επικρατείας αλλά και τους εμπλεκόμενους φορείς της Δικαιοσύνης, απευθύνει ο μακροβιότερος πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου Γιώργος Παναγιωτόπουλος, μετά τα όσα ειπώθηκαν αναφορικά με τις παραιτήσεις από το συνδικαλιστικό τους όργανο, των δυο αντιπροέδρων του δικαστηρίου.
Ο κ. Παναγιωτόπουλος, που ήταν πρόεδρος του Ανωτάτου δικαστηρίου από το 2005-2009, αναφέρει σε δήλωσή του:
«Με την ιδιότητα εκείνου που από την πλήρη εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης η οποία επιβάλλει την 4ετία στη θέση του προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, είμαι ο μόνος που έχω υπηρετήσει επί μια 4ετία, καλώ όλους τους αγαπητούς πρώην συναδέλφους , καλώ επίσης και όλους τους εμπλεκόμενους στη Δικαιοσύνη, με συνεννόηση και αγαθή προαίρεση και μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια να προστατεύσουν το κύρος του θεσμού του Συμβουλίου Επικρατείας. Ο θεσμός είναι απαραίτητος για την λειτουργία της πολιτείας και της κοινωνίας».
Κόντρα ΝΔ-κυβέρνησης για τις παραιτήσεις στο ΣτΕ
«Εδώ και καιρό η Νέα Δημοκρατία επανειλημμένα έχει εκφράσει την έντονη ανησυχία και τον προβληματισμό της για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελληνική Δικαιοσύνη», τονίζει ο Γ. Κουμουτσάκος σε ανακοίνωσή του.
«Για τις σοβαρές δυσλειτουργίες, τις περίεργες μεθοδεύσεις και τις απαράδεκτες κυβερνητικές παρεμβάσεις σε αυτήν.
Η σημερινή παραίτηση δύο αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας από μέλη της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ, επιβεβαιώνει και ενισχύει ακόμα περισσότερο τις έντονες αυτές ανησυχίες μας. Ανησυχίες που για ακόμα μία φορά υπογράμμισε ο πρόεδρος του Κόμματος κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, με τη χθεσινή δημόσια παρέμβασή του.
Είναι θέμα δημοκρατικής ευθύνης και καθήκοντος για τη Νέα Δημοκρατία να μην επιτρέψει οποιασδήποτε μορφής υπονόμευση της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Δικαιοσύνης».
Μαξίμου: Προφανές ποιος επιχειρεί να παρέμβει στη Δικαιοσύνη
«Το ποιος επιχειρεί να παρέμβει στην Δικαιοσύνη, είναι προφανές», απαντά το Μέγαρο Μαξίμου.
«Η ακαριαία αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας στην παραίτηση δύο δικαστικών από την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ, αλλά και τα όσα ανέφερε εχθές στην ομιλία του ο κ. Μητσοτάκης, καθιστούν σαφές, ακόμα και στον πλέον ανυποψίαστο πολίτη, το ποιος προσπαθεί, με κάθε μέσον και τρόπο, να επηρεάσει τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης».