Αν διατρέξει κανείς σήμερα την εικόνα της πραγματικής οικονομίας, δύσκολα θα μπορέσει να αφομοιώσει ως ρεαλιστική την πρόβλεψη την οποία ενσωματώνει το προσχέδιο του προϋπολογισμού για ρυθμό ανάπτυξης 2,7% το επόμενο έτος.
Κι όμως, η πρόβλεψη δεν ανήκει μόνο στην κυβέρνηση, για να υποστηρίξει κάποιος δύσπιστος ότι μπήκε στο προσχέδιο του προϋπολογισμού σε μια προσπάθεια ωραιοποίησης της κατάστασης. Την ίδια πρόβλεψη υιοθετεί η Κομισιόν ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με τη χθεσινή έκθεσή του, έκανε ένα βήμα παραπέρα βάζοντας τον πήχη στο 2,8% του ΑΕΠ. Αναγκαία συνθήκη για την επαλήθευση της πρόβλεψης των διεθνών οργανισμών είναι η υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων που ενσωματώνονται στο Μνημόνιο, σημείωσε.
Την ίδια ώρα, όμως, σειρά αναλυτών και επενδυτικών οίκων του εξωτερικού θεωρούν τις προβλέψεις τουλάχιστον αισιόδοξες. Moody's, Citi αλλά και αναλυτές των οποίων οι απόψεις φιλοξενούνταν σε χθεσινό δημοσίευμα της Wall Street Journal, θέτουν τον πήχη της προβλεπόμενης ανάπτυξης για το 2017 κοντά στο 1%.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Euro2day.gr έθεσε την ίδια ερώτηση, αν δηλαδή ο στόχος για ανάπτυξη 2,7% το 2017 κρίνεται ως ρεαλιστικός ή αισιόδοξος, σε τρεις Έλληνες οικονομολόγους. Ο ένας είναι κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος, ο έτερος πρώην υπουργός Οικονομικών (ανέπτυξαν τις θέσεις τους υπό καθεστώς ανωνυμίας) και ο τρίτος είναι ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Κώστας Μελάς.
Και οι τρεις χαρακτηρίζουν τις προβλέψεις αισιόδοξες, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Κανένας δεν διαφωνεί ότι το 2017 θα γίνει το πέρασμα στην ανάπτυξη, παρ' εκτός εάν υπάρξουν μεγάλες ανατροπές.
Η ελληνική οικονομία, έχοντας συμπιεστεί κατά περίπου 25% μετά από οκτώ χρόνια ύφεσης, με τη βάση σύγκρισης σε μια σειρά από δείκτες να διαμορφώνεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, φαίνεται έτοιμη να αντιδράσει ανοδικά.
Σε καθεστώς ακραίας υπερφορολόγησης όμως και όταν έχουν ήδη αρχίσει να εφαρμόζονται (αθροιστικά στη διετία) πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα 3,9 δισ. ευρώ, το πρώτο ερώτημα το οποίο γεννάται είναι κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί βάσιμη η πρόβλεψη για αύξηση της κατανάλωσης κατά 1,8% το επόμενο έτος. Αυτό αποδεικνύεται ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα για να πλησιάσουμε τον στόχο ανάπτυξης για το 2017.
ΑΕΠ στηριγμένο στην κατανάλωση
Όπως επισημαίνει ο κ. Μελάς, σήμερα το ΑΕΠ βασίζεται σε ποσοστό 75% στην κατανάλωση (στην Ε.Ε ο μέσος όρος είναι 55%-57%). Με δεδομένο όμως ότι το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζόμενων το επόμενο έτος προβλέπεται να πιεστεί περαιτέρω, εξαιτίας των φορολογικών μέτρων (αύξηση 1,4 δισ. ευρώ από έμμεσους φόρους και περίπου 400 εκατ. ευρώ από άμεσους προβλέπεται για τα έσοδα του επόμενου έτους), των εν εξελίξει περικοπών στις συντάξεις και της επικείμενης αύξησης των εισφορών, οι σημερινοί εργαζόμενοι φαίνεται δύσκολο να αυξήσουν την καταναλωτική δαπάνη.
Ο προϋπολογισμός όμως προβλέπει ότι παράλληλα, το επόμενο έτος, θα υπάρξει αποκλιμάκωση της ανεργίας κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα. Οι νέοι εργαζόμενοι θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι θα σηκώσουν το βάρος της προβλεπόμενης αυξημένης κατανάλωσης. Και εδώ έρχεται η παράμετρος των επενδύσεων, για να αυξηθεί η απασχόληση και να μειωθεί η ανεργία (αν και όπως θα δούμε παρακάτω, υπάρχει και ένα κρυφό κλειδί).
Το προσχέδιο ενσωματώνει πρόβλεψη αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 9,1%. Οι επενδύσεις, οι οποίες αποτελούν συνάρτηση της μεταβολής του ΑΕΠ, προβλέπεται από όλους όσοι ρωτήσαμε ότι θα αυξηθούν. Το μέγεθος της αύξησης είναι υπό συζήτηση.
Για παράδειγμα, το επόμενο έτος προβλέπεται σημαντική αύξηση των επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό, καθώς εξαιτίας των capital controls τα αποθέματα έχουν εξαντληθεί. Παράλληλα το τελευταίο διάστημα παρατηρείται επιτάχυνση των κατασκευαστικών έργων. Το κεφάλαιο των ιδιωτικοποιήσεων αποτελεί ερωτηματικό (κυρίως για πολιτικούς λόγους), ενώ το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο έως σήμερα υποεκτελείται (έχει απορροφηθεί το ένα τρίτο των ετήσιων δαπανών), στο προσχέδιο προβλέπεται ότι θα καλυφθεί πλήρως και στο τέλος του έτους θα έχουν πέσει στην αγορά 6,750 δισ. ευρώ. Το ίδιο ποσό δαπανών του ΠΔΕ προβλέπεται και το επόμενο έτος.
Στο μέτωπο των εξαγωγών, το προσχέδιο προβλέπει αύξηση κατά 5,3% το επόμενο έτος (μετά από συρρίκνωση 6,3% φέτος). «Οι εξαγωγές είναι δύσκολο να συμβάλουν τόσο πολύ», εκτιμά ο κ. Μελάς και συμπληρώνει ότι «σε μία οικονομία σαν την ελληνική, κινδυνεύεις να χάσεις τις θετικές επιδράσεις από την αύξηση των εξαγωγών, διότι το πιθανότερο είναι ότι θα αυξηθούν παράλληλα και οι εισαγωγές».
Ο παράγοντας χρηματοδότηση
Στο προσχέδιο, στο κεφάλαιο όπου αναλύονται οι μακροοικονομικοί και δημοσιονομικοί κίνδυνοι, αναφέρεται ως ένας κρίσιμος ενδογενής παράγοντας, ικανός να επηρεάσει τις προβλέψεις ανάπτυξης, «η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που θα εξυγιάνει τα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών, επιτρέποντας την αύξηση της πιστωτικής επέκτασης προς την πραγματική οικονομία». Η πιστωτική επέκταση κινείται σε αρνητικό πεδίο τα τελευταία χρόνια. Το ερώτημα λοιπόν προς τον τραπεζίτη ήταν αν το 2017 προβλέπεται να ανοίξουν οι κάνουλες της χρηματοδότησης.
«Οι κάνουλες είναι ανοιχτές, η δεξαμενή δεν έχει ρευστό», απάντησε λακωνικά, προσθέτοντας ότι η κατάσταση αυτή, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να ανατραπεί. «Αν η Ελλάδα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αν αρθούν τα capital controls, αν επιστρέψουν με γοργούς ρυθμούς καταθέσεις στις τράπεζες, αν αρχίσουν οι τράπεζες να βγαίνουν στις αγορές με repos ή ομόλογα, κάποια πιστωτική επέκταση θα υπάρξει», εκτιμά.
Κι αν για την αποκατάσταση της ροής δανείων προς την οικονομία, τα «αν» μαζεύονται πολλά, η ίδια πηγή εκτιμά ότι η αύξηση της κατανάλωσης κατά 1,8% το επόμενο έτος «δεν είναι απίθανο να συμβεί». Κατά την άποψή του, οι βαριές φορολογικές υποχρεώσεις ολοκληρώνονται στο τέλος του τρέχοντος έτους και τους πρώτους μήνες του επόμενου, αν στο μεταξύ επιβεβαιωθεί και η φθίνουσα πορεία της ανεργίας, τα νοικοκυριά θα μπορούσαν να αυξήσουν κατά τι την καταναλωτική τους δαπάνη. «Στο σημείο που βρισκόμαστε, τόσο χαμηλά, λίγο να αυξηθεί η κατανάλωση, η επίπτωση είναι σημαντική», αναφέρει.
Και ο πολιτικός παράγοντας
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών προσεγγίζει το θέμα τόσο από την οικονομική σκοπιά όσο και την πολιτική. «Δεν υποτιμώ ή αμφισβητώ τα οικονομικά μοντέλα. Αξιολογούν δεδομένα και παραδοχές και καταλήγουν σε προβλέψεις. Τα οικονομικά μοντέλα όμως δεν μπορούν να προβλέψουν για παράδειγμα την παράμετρο Σκουρλέτη, ή την παράμετρο Σπίρτζη», επισημαίνει, θέλοντας να αναδείξει την κρισιμότητα των επενδύσεων και των ιδιωτικοποιήσεων στο χτίσιμο των βάσεων επαναφοράς της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης. Και στο μέτωπο αυτό, οι διαφοροποιήσεις υπουργών της κυβέρνησης είναι καταγεγραμμένες κατά καιρούς.
«Ποιος θα έρθει να επενδύσει, όταν αλλάζουν διαρκώς οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές, ή καταγράφονται παλινδρομήσεις στην κυβέρνηση αναφορικά με τις ιδιωτικοποιήσεις και τις επενδύσεις;» σημειώνει.
Ο ίδιος πάντως θεωρεί ότι από τις προβλέψεις του προσχεδίου αναφορικά με τις μεταβολές βασικών μεγεθών της οικονομίας, περισσότερες πιθανότητες επιβεβαίωσης έχει η προβλεπόμενη πτώση της ανεργίας. «Η ανεργία έχει επιδείξει... περίεργη συμπεριφορά», αναφέρει και η κοινή λογική θα έλεγε ότι σε μια οικονομία υπό διαρκή πίεση, η ανεργία θα ακολουθούσε ανοδική τροχιά. Η εξήγηση την οποία δίνει έγκειται στο γεγονός ότι η μείωση της ανεργίας δεν συντελείται με θέσεις πλήρους απασχόλησης αλλά με part time ή εκ περιτροπής απασχόληση, με χαμηλότερες αποδοχές και ενδεχομένως υποβοηθούμενη από τα capital controls, τα οποία φαίνεται να ανάγκασαν αρκετούς εργοδότες σε νομιμοποίηση της μέχρι πρότινος μαύρης εργασίας.
Καθοριστικές παράμετροι
Οι πολιτικοί συσχετισμοί και οι αποφάσεις εντός και εκτός συνόρων θα έχουν βαρύνουσα σημασία στην επόμενη μέρα για την ελληνική οικονομία. Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, μιλώντας χθες σε κομματική εκδήλωση έδωσε το -επιθυμητό- χρονοδιάγραμμα. Κλείσιμο της αξιολόγησης, συμφωνία για το χρέος έως το τέλος του 2016, ένταξη στο QE και περαιτέρω χαλάρωση των capital controls.
«Αν τηρήσουμε το χρονοδιάγραμμα, θα έχουμε το 2016 τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα με θετικό ΑΕΠ, ανάπτυξη το 2017, ανάπτυξη το 2018, ωστόσο κανένας δεν εγγυάται ότι η ανάπτυξη θα είναι βιώσιμη, αν δεν τονώσουμε την επενδυτική δραστηριότητα», πρόσθεσε.
Οι προϋποθέσεις που έθεσε όμως ο υπουργός Οικονομικών ενσωματώνουν και πάλι πολλά «αν».