Πυρ ομαδόν από παραγωγούς, προμηθευτές και μεγάλους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, δέχεται το νέο τέλος με το οποίο θα ενισχύεται ο ειδικός λογαριασμός ΑΠΕ.
Με αυτό το τέλος επιδιώκεται να περιοριστεί το έλλειμμα του λογαριασμού. Θεσπίστηκε με το νόμο 4414 του 2016, επάνω στη λογική ότι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας ωφελούνται από τη συμμετοχή των ΑΠΕ στη διαμόρφωση της Οριακής Τιμής, η οποία διαμορφώνεται σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που θα ήταν εάν δεν συμμετείχαν.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπολογίζεται η «εικονική» διαμόρφωση της Οριακής Τιμής και η διαφορά μεταξύ της εικονικής και της πραγματικής να επιβαρύνει τον κάθε προμηθευτή, ανάλογα με το φορτίο (ζήτηση των πελατών του) που εκπροσωπεί.
Έτσι τη μεγαλύτερη επιβάρυνση, όπως είναι φυσικό, θα τη δεχτεί η ΔΕΗ (περίπου 150 εκατ. ευρώ), καθώς εκπροσωπεί περίπου το 89% της συνολικής ζήτησης. Στη δημόσια διαβούλευση για τη μεθοδολογία υπολογισμού του τέλος αυτού, η ΔΕH υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι οι νέες επιβαρύνσεις αποτελούν συνέπεια των αναποτελεσματικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν διαχρονικά, με φυσικό επακόλουθο τη συσσώρευση ελλειμμάτων στον ειδικό λογαριασμό.
Επιπλέον η ΔΕH εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις για τις ευρύτερες επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι νέες επιβαρύνσεις, τονίζοντας ότι αυτές δρομολογούνται στη φάση που επιχειρείται περαιτέρω άνοιγμα της αγοράς λιανικής μέσω των δημοπρασιών ΝΟΜΕ. Ως εκ τούτου, η ΔΕH θεωρεί ότι «θα έπρεπε να είχαν εκτιμηθεί οι επιπτώσεις αυτής της αύξησης του κόστους ενέργειας για τους Προμηθευτές στην επιτυχία των υπόψη ρυθμιστικών παρεμβάσεων (σ.σ. δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ)».
Από την πλευρά του, ο Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Ηλεκτροπαραγωγών (ΕΣΑΗ), στον οποίο οι συμμετέχουσες εταιρείες είναι συνδεμένες με εταιρείες προμήθειας (Elpedison, Protergia, ΗΡΩΝ), επισημαίνει καταρχήν ότι η νέα επιβάρυνση επιβάλλεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δεσμεύσεις της χώρας για ενίσχυση του ανταγωνισμού στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε οι καταναλωτές να έχουν πρόσβαση σε φθηνότερη ενέργεια.
Μάλιστα ο ΕΣΑΗ επισημαίνει αυτό που η ΔΕH αποφεύγει να τονίζει δημοσίως, ότι δηλαδή η επιβάρυνση αυτή νομοτελειακά θα οδηγήσει στην επιβάρυνση του ανταγωνιστικού σκέλους των τιμολογίων ηλεκτρικού (οι χρεώσεις εκτός των ρυθμιζόμενων).
Εξυπακούεται ότι στελέχη αλλά και οι συνδικαλιστές της ΔΕH τονίζουν ότι η επιβάρυνση αυτή εάν δεν μετακυλισθεί στους καταναλωτές, τότε θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τα άσχημα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας.
Περίπου στο ίδιο πνεύμα και ο νεοσυσταθείς Σύνδεσμος Προμηθευτών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΕΠΗΕ), στον οποίο συμμετέχουν εταιρείες προμήθειας που δεν είναι συνδεμένες με παραγωγούς, τονίζει με έμφαση ότι όταν επιβάλλονται «έντονες ρυθμιστικές αλλαγές» οι οποίες διαφοροποιούν το πεδίο δραστηριοποίησης για τους συμμετέχοντες στην αγορά, ο αντίκτυπος στα μεγέθη των συμμετεχόντων είναι μεγάλος ενώ καθιστούν ανενεργό και άκυρο κάθε εκπονηθέν επιχειρησιακό πλάνο. Έτσι ως το μεγαλύτερο ρίσκο των Προμηθευτών αναγορεύεται το ρυθμιστικό, «γεγονός που δεν είναι σύνηθες σε τομείς υγιούς επιχειρηματικής δραστηριότητας», τονίζεται επιγραμματικά.
Τέλος, εκ μέρους των μεγάλων καταναλωτών, η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών (ΕΒΙΚΕΝ) δίνει έμφαση στο γεγονός ότι η νέα επιβάρυνση είναι ακόμη μία χρέωση με περιβαλλοντικό πρόσημο που επιβαρύνει δυσανάλογα τα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας (οι άλλες χρεώσεις είναι το ΕΤΜΕΑΡ, το κόστος ρύπων, το ειδικό τέλος λιγνίτη).
Προτείνει δε οι επιβαρύνσεις αυτές να αναγνωριστούν ως περιβαλλοντικές, προκειμένου να αποτελέσουν αντικείμενο σύννομης κρατικής ενίσχυσης, στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις.
Με τον τρόπο αυτό θα γίνει δυνατόν να ελαφρυνθούν επιλέξιμοι βιομηχανικοί κλάδοι που αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο.