Αναστάτωση, σύγχυση και ανησυχία έχει προκαλέσει στους ελεύθερους επαγγελματίες και κυρίως στους αυτοαπασχολούμενους που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών, ο νέος ασφαλιστικός νόμος και κυρίως η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των εισφορών, που θα ισχύσει από τον Ιανουάριο του 2017.
Η αύξηση των εισφορών σε συνδυασμό με τη μεγάλη φορολογική επιβάρυνση οδηγούν σε λύσεις ανάγκης εκατοντάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες και αλλάζουν τον χάρτη των επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Η σύγχυση και η ανασφάλεια που προκαλεί στους επαγγελματίες η καθυστέρηση για τον τρόπο εφαρμογής του νέου υπολογισμού των εισφορών επί του φορολογητέου εισοδήματος έχουν ήδη οδηγήσει χιλιάδες ασφαλισμένους στη διερεύνηση τρόπων αποφυγής της υψηλής παρακράτησης εισφορών, και μάλιστα για εισοδήματα του παρελθόντος που απέχουν πολύ από τα πραγματικά.
Ο κίνδυνος κατάρρευσης των εσόδων του νέου Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) είναι μεγάλος, σε μια περίοδο μάλιστα που το σύστημα θα έχει μεγάλη ανάγκη για αυξημένα έσοδα, καθώς αναμένεται να κάνει ποδαρικό με έλλειμμα άνω του 1,2 δισ. ευρώ.
Η πρώτη από τις λύσεις που εξετάζουν οι επιχειρήσεις είναι αυτή της μετεγκατάστασης. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι πάνω από 65.000 με 70.000 αιτήσεις για αλλαγή έδρας και μεταφορά της επιχείρησης εκτός Ελλάδος εκκρεμούν. Το θέμα ήδη προβληματίζει το οικονομικό επιτελείο, όπου επεξεργάζονται σχέδιο ελέγχων μέσα από την επίτευξη διακρατικών συνεργασιών τουλάχιστον με τη Βουλγαρία και την Κύπρο.
Τα αιτήματα στα δικηγορικά και φοροτεχνικά γραφεία είναι χιλιάδες και σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Εργασίας Γιώργο Κουτρουμάνη, οι υψηλές εισφορές ενδέχεται να οδηγήσουν σε μεγάλη αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, ειδικά μετά και τις πληροφορίες ότι το υπουργείο Εργασίας θα υπολογίσει τις εισφορές του 2017 με βάση τα εισοδήματα του... 2015.
Τα ερωτήματα
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπολογισμός των ασφαλιστικών εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες - αυτοαπασχολουμένους για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα θα γίνεται με βάση τις εκκαθαρισμένες δηλώσεις εισοδήματος του προηγούμενου έτους, ελλείψει ενός μηχανισμού ελέγχου του εισοδήματος σε πραγματικό χρόνο.
Ειδικά δε, για το 2017, έτος των σημαντικών ανατροπών στον τρόπο υπολογισμού των εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους, θα χρησιμοποιηθεί και το εισόδημα του 2015, κατά το πρώτο 6μηνο του έτους. Το δεύτερο, κι εφόσον θα έχει ολοκληρωθεί η εκκαθάριση των δηλώσεων εισοδήματος για το 2016, θα γίνει αναγωγή σε 12μηνη βάση και συμψηφισμός με τα ποσά που καταβλήθηκαν κατά το πρώτο 6μηνο.
Η οριστική εκκαθάριση των διαφορών που θα προκύπτουν, με βάση τις προκαταβολές και τις τελικές πράξεις επιβολής ασφαλίστρων, θα γίνει αναγκαστικά στο τέλος του επόμενου χρόνου, δημιουργώντας πολλά γραφειοκρατικά και λογιστικά ζητήματα επιστροφών εισφορών ως «αχρεωστήτως καταβληθεισών» ή καταβολής επιπλέον ποσών.
Στον «αέρα» βρίσκεται ο τρόπος υπολογισμού, η τακτικότητα των πληρωμών και η απεικόνιση του ασφαλιστικού χρόνου που προκύπτει από το νέο σύστημα εισφορών, για τους χιλιάδες επαγγελματίες που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών.
Σε μια εποχή που η χρήση του δελτίου παροχής υπηρεσιών έχει υποκαταστήσει τη μισθωτή εργασία και παρότι η σε μηνιαία βάση χρήση του δελτίου υποκρύπτει μισθωτή εξαρτημένη εργασία, ο νόμος Κατρούγκαλου (Ν. 4387/2016) αλλάζει τα δεδομένα, τουλάχιστον ως προς την ασφάλιση. Από την 1/1/2017, όλοι οι αυτοαπασχολούμενοι αλλά και οι αμειβόμενοι με δελτίο παροχής υπηρεσιών θα πληρώνουν 20% επί του φορολογητέου εισοδήματός τους για κύρια ασφάλιση, 6,95% για υγεία, εφόσον αντιμετωπίζονται ως αυτοαπασχολούμενοι ή και 7,10% αν αντιμετωπίζονται ως μισθωτοί, και 7% για επικούρηση εφόσον προβλέπεται για τον κλάδο τους.
Ένα πρόσθετο 4% θα καταβάλλουν όσοι ανήκουν σε κλάδο για τον οποίο προβλέπεται και εφάπαξ παροχή.
Η παράλληλη απασχόληση
Βαρύς είναι ο πέλεκυς και για τους μισθωτούς με παράλληλη απασχόληση, καθώς παρά την πρόβλεψη ότι ο εργοδότης θα πρέπει να καταβάλλει τα 2/3 των εισφορών των ασφαλισμένων με δελτίο παροχής υπηρεσιών, εφόσον προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόληση σε ένα ή και δύο φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρακτικά το βάρος αναμένεται να πέσει εξ ολοκλήρου στον ασφαλισμένο, ο οποίος θα καταβάλλει εισφορές και για τη μισθωτή του απασχόληση της τάξης του 16%.
Τις τελευταίες ημέρες μάλιστα, παρατηρείται μαζικό κύμα κλεισίματος των δελτίων παροχής υπηρεσιών, καθώς η αυξημένη εισφορά, παράλληλα με την υπέρογκη επιβάρυνση από τη φορολογία, καθιστά τη δεύτερη απασχόληση «μη συμφέρουσα»...
Μάλιστα, κι ενώ έχει επικρατήσει η εντύπωση ότι τα «μπλοκάκια» θα καταβάλλουν επιπλέον εισφορές της τάξης του 26,95%, ο γνωστός δικηγόρος και εκδότης του περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ» Δημήτρης Μπούρλος ξεκαθαρίζει ότι οι εισφορές θα ανέρχονται σε τουλάχιστον 27,10% (20% για κύρια ασφάλιση και 7,10% εισφορά υγείας που ισχύει για τους μισθωτούς), ενώ είναι πολύ πιθανό να αγγίξουν και το 34,10%, εφόσον υποχρεωθούν να καταβάλλουν και εισφορές επικούρησης όπως οι υπόλοιποι μισθωτοί.
Στην περίπτωση παράλληλης απασχόλησης, θα πρέπει να διευκρινιστεί τι γίνεται εάν κατά τη διάρκεια της χρονιάς ο ελεύθερος επαγγελματίας με δύο εργοδότες που καλύπτουν και οι δύο τα 2/3 των εισφορών κόψει δελτίο παροχής υπηρεσιών και σε κάποιον τρίτο. Επίσης, πώς μπορεί ο εργοδότης-λήπτης των τιμολογίων να υπολογίζει το ύψος των εισφορών που οφείλει να καταβάλλει ιδίως κατά τους μήνες που προηγούνται της εκκαθάρισης της φορολογικής του δήλωσης.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο γνωστός δικηγόρος και εκδότης του περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ» Δημήτρης Μπούρλος, ως μισθωτοί ως προς τον τρόπο, τη βάση υπολογισμού των εισφορών και το ανώτατο όριο μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών, αντιμετωπίζονται τα πρόσωπα για τα οποία θεσπίζεται το τεκμήριο παροχής εξαρτημένης εργασίας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή και άλλα πρόσωπα ασφαλιστέα λόγω ιδιότητας ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών.
Υπόχρεος για την καταβολή της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για λογαριασμό του οποίου οι ασφαλισμένοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους περιοδικά έναντι παροχής.
Για όλα τα υπόλοιπα, εφαρμόζονται και γι' αυτούς οι πάσης φύσεως διατάξεις περί εισφορών του ΙΚΑ.
Η χρήση του όρου «διαρκής σχέση παροχής υπηρεσιών», σύμφωνα με τον κ. Μπούρλο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αφορά την παροχή υπηρεσιών κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο τουλάχιστον κατά τη διάρκεια ενός έτους και τουλάχιστον προς έναν εργοδότη. Όμως υπάρχει η πιθανότητα μια τέτοια σχέση να υφίσταται προς περισσότερους του ενός εργοδότες.
Και τότε, προκύπτει το ερώτημα, μέχρι πόσους εργοδότες μπορεί να αφορά μέσα στη χρονική βάση αναφοράς (π.χ. έτος).
Η διάταξη χρήζει αναδιατύπωσης και ερμηνευτικού προσδιορισμού, καθότι πρόκειται για κατηγορίες ελεύθερων επαγγελματιών στους οποίους δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή ως έχουν οι υφιστάμενες διατάξεις του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για την πολλαπλή απασχόληση.
Η διάταξη αφορά, επίσης, αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά ή νομικά).
Σε αυτή την περίπτωση, το προβληματικό σημείο αφορά το γεγονός ότι δεν εξετάζεται το ύψος του εισοδήματος που αποκτάται από τον καθένα εκ των εργοδοτών, ενώ δεν προσδιορίζεται και η χρονική περίοδος κατά την οποία απαιτείται η έκδοση Δελτίου Παροχής Υπηρεσιών προς 2 εργοδότες. Εικάζεται μόνο, ότι η χρονική περίοδος θα είναι κάθε ημερολογιακό έτος.
Και βέβαια, δεν διευκρινίζεται ο τρόπος απόδειξης έκδοσης δελτίου παροχής υπηρεσιών σε έως και δύο εργοδότες.
Σύμφωνα με τον κ. Μπούρλο, το πιθανότερο είναι να απαιτηθεί εκ μέρους του εργαζομένου υποβολή υπεύθυνης δήλωσης τόσο προς τους εργοδότες (εάν έχει δύο) ή προς τον μοναδικό εργοδότη και στον ασφαλιστικό φορέα περί μη λήψης εισοδήματος από τρίτο εργοδότη.
Στην περίπτωση δε που ο εργαζόμενος αμειφθεί με δελτίο παροχής υπηρεσιών και από τρίτο εργοδότη μέσα στη χρονική βάση αναφοράς (έτος), τότε πιθανότατα θα θεωρείται ότι εσφαλμένα έχει θεωρηθεί η ασφάλισή του ως μισθωτού και οι εισφορές, τόσο οι εργατικές όσο και οι εργοδοτικές, θα πρέπει να θεωρηθούν ως αχρεωστήτως καταβληθείσες και να επιστραφούν.
Ως προς τη βάση υπολογισμού των εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους αμειβόμενους με δελτίο σε μέχρι 2 εργοδότες επισημαίνεται ότι αποτελούν τα ποσά που αναγράφονται στα δελτία, με ανώτερο όριο μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών το δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών (5.860,80 ευρώ) για τον κάθε εργοδότη.
Προκειμένου για την εισφορά του ασφαλισμένου που εκδίδει δελτίο σε δύο εργοδότες, το ανώτατο όριο μηνιαίων αποδοχών (5.860,60 ευρώ) εφαρμόζεται στο συνολικό ποσό εισφορών. Για τον κάθε εργοδότη, το ανώτατο όριο μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών υπολογίζεται αυτοτελώς.
Το μεγαλύτερο από τα πολλά προβλήματα που δημιουργεί ο νέος τρόπος αντιμετώπισης των εργαζομένων με δελτίο παροχής υπηρεσιών στους ασφαλισμένους είναι σύμφωνα με τον κ. Μπούρλο το γεγονός ότι κανείς δεν γνωρίζει κάθε πότε θα καταβάλλονται οι εισφορές, αλλά και τον τρόπο που θα απεικονίζεται η ασφάλιση. Είναι ενδεικτικό ότι υπάρχουν ασφαλισμένοι με δελτίο παροχής που σύμφωνα με τον νόμο θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως μισθωτοί και αμείβονται ανά τρίμηνο ή εξάμηνο. Στο υπουργείο θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν πώς θα αντιμετωπιστεί ασφαλιστικά ο χρόνος αυτός, δηλαδή σε τι ασφαλιστικό χρόνο αντιστοιχούν οι συμβάσεις έργου.
Να σημειωθεί πάντως, ότι σε πρόσφατη συνέντευξή της στην Ημερησία, η διοικήτρια του ΟΑΕΔ Μαρία Καραμεσίνη άφησε «παράθυρο» για την καταβολή επιδομάτων ανεργίας και στους εργαζόμενους με υποκρυπτόμενη εξαρτημένη σχέση εργασίας που, όμως, αμείβονται με «μπλοκάκι».