Αυτεπάγγελτη έρευνα στην αγορά καλλυντικών προϊόντων υψηλής ποιότητας και τιμής πραγματοποιεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού, καθώς διαπιστώθηκαν πρακτικές εναρμονισμένης πολιτικής μεταξύ μεγάλων εταιρειών.
Η έρευνα ενεργοποιήθηκε σε συνέχεια καταγγελιών της εταιρίας NOTOSCOM ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ Α.Ε.Β.Ε.
Για τον λόγο αυτό, η Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΕΑ) θα συνεδριάσει στις 13 Οκτωβρίου για να εξετάσει, κατόπιν σχετικής εισήγησης, εάν συντρέχει παράβαση των άρθρων 1 ν. 703/77 (όπως ίσχυε), ήδη 1 ν. 3959/2011 και 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά καλλυντικών προϊόντων υψηλής ποιότητας και τιμής σε επίπεδο χονδρικής και λιανικής πώλησης.
Η αυτεπάγγελτη έρευνα της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (ΓΔΑ) της Επιτροπής Ανταγωνισμού σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χονδρική και λιανική πώληση καλλυντικών ξεκίνησε κατόπιν καταγγελιών της εταιρίας NOTOS COM ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ Α.Ε.Β.Ε. στη ΓΔΑ, η πρώτη από τις οποίες στρέφεται κατά πέντε εταιριών χονδρικής εμπορίας επώνυμων καλλυντικών υψηλής ποιότητας και τιμής (ESTEE LAUDER HELLAS A.E., Π. Ν. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΣ Α.Ε.Β.Ε., L'OREAL PRODUITS DE LUXE HELLAS A.E., ΓΡ. ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΑΒΕΕ και PARFUMS CHRISTIAN DIOR HELLAS Α.Ε.Β.Ε.), ενώ η δεύτερη στρέφεται κατά των εταιριών λιανικής εμπορίας καλλυντικών υψηλής ποιότητας και τιμής, που λειτουργούσαν υπό το διακριτικό σήμα HONDOS CENTER.
Για τους σκοπούς της συγκεκριμένης έρευνας, η ΓΔΑ διενέργησε αιφνιδιαστικούς ελέγχους, έλαβε καταθέσεις και απέστειλε σειρά ερωτηματολογίων.
Στην εισήγηση επισημαίνονται οι αντι-ανταγωνιστικές συμφωνίες στην πρώτη περίπτωση, ανάμεσα σε χονδρεμπόρους καλλυντικών υψηλής ποιότητας και τιμής, οι οποίες είχαν ως αντικείμενο τον έμμεσο καθορισμό των τιμών μεταπώλησης από μέρους των λιανοπωλητών, με τον καθορισμό ενιαίου ύψους εκπτώσεων και στη δεύτερη, οι οριζόντιες και κάθετες συμφωνίες στη σύναψη των οποίων προέβησαν οι εταιρίες συμφερόντων των αδελφών Χόντου, υπό το πρίσμα του καθορισμού ενιαίων τιμών, στη σχετική αγορά των καλλυντικών υψηλής ποιότητας και τιμής.
Οι πρακτικές που εντοπίσθηκαν, εκτιμήθηκε ότι συνιστούν σειρά ενεργειών, οι οποίες εντάσσονταν σε ένα "συνολικό σχέδιο" νόθευσης του ανταγωνισμού.