Η άμεση στήριξη που παρέχει ο τουρισμός στην ελληνική οικονομία υπερβαίνει σημαντικά τις εκτιμήσεις βάσει των συμβατικών μεθόδων, υπογραμμίζει η Εθνική στο Δελτίο Μακροοικονομικής Ανάλυσης.
Ωστόσο, η τράπεζα υπογραμμίζει ότι θα χρειαστούν συνολικά πρόσθετες επενδύσεις σε ξενοδοχειακή δυναμικότητα και εξοπλισμό άνω των €5,5 δισ., προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή εξυπηρέτηση της ζήτησης από το εξωτερικό και της ανάκαμψης της εγχώριας ζήτησης.
Αναλυτικά, όπως επισημαίνει η Εθνική, η τουριστική δραστηριότητα στην Ελλάδα εμφανίζει ισχυρή ανοδική δυναμική τα τελευταία χρόνια, ενισχύοντας τον ρόλο της ως βασικού πυλώνα της οικονομίας και του μοναδικού κλάδου της οικονομικής δραστηριότητας που αντεπεξήλθε στην πρωτοφανή κρίση. Οι ισχυρές επιδόσεις αντανακλώνται στην καταγραφή συνεχών νέων ιστορικών υψηλών ως προς τον αριθμό των αφίξεων τουριστών από το εξωτερικό και τα έσοδα όπως αποτυπώνονται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι επιδόσεις αυτές υπερβαίνουν σημαντικά τις αντίστοιχες ανταγωνιστικών τουριστικών προορισμών στη Ν. Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο και μεταφράζονται σε ετήσια ώθηση στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 0,4% από το σκέλος της τελικής δαπάνης, εξαιρουμένων δευτερογενών επιδράσεων και των εκροών από την οικονομία που σχετίζονται με εισαγωγές από τον συγκεκριμένο τομέα.
Η ισχυρή ζήτηση από το εξωτερικό φαίνεται να αντισταθμίζει τις αρνητικές επιδράσεις από τη σημαντική εξασθένιση της εγχώριας τουριστικής ζήτησης, όπως αποτυπώνεται στα σχετικά στοιχεία της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών, η οποία δεν θα μπορούσε προφανώς να αποσυνδεθεί -δεδομένης της υψηλής εισοδηματικής ελαστικότητάς της- από την έντονα πτωτική πορεία της εγχώριας δαπάνης τα τελευταία χρόνια.
Η ανάλυση υποδηλώνει ότι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να καταγραφούν επαρκώς, μέσω των εξειδικευμένων ερευνών συνόρων, οι πραγματικές δαπάνες αλλοδαπών που επισκέπτονται τη χώρα, σε μία περίοδο που οι αγορές τουριστικών υπηρεσιών γίνονται ηλεκτρονικά, με διαφορετικές μεθόδους και ηλεκτρονικές πλατφόρμες, τα ξενοδοχεία εντάσσονται σε πολυεθνικές δομές εταιριών διαχείρισης και παροχής τουριστικών υπηρεσιών, ενώ οι ταξιδιωτικές συνήθειες γίνονται πολυπλοκότερες και είναι δυσκολότερο να καταγραφούν (λ.χ. συνδυασμένα ταξίδια σε περισσότερες από μία χώρες, κρουαζιέρες, καθώς και ατομικά ταξίδια τα οποία κερδίζουν έδαφος σε βάρος των οργανωμένων ταξιδιών).
Η μελέτη της Δ/σης Οικ. Ανάλυσης της ΕΤΕ επιχειρεί μία διαφορετική προσέγγιση του μακροοικονομικού ρόλου του τουρισμού καθώς επικεντρώνεται στο σκέλος της προσφοράς και συγκεκριμένα στο παραγόμενο προϊόν και στη δημιουργία ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης. Αυτό επιτυγχάνεται συνδυάζοντας στοιχεία παραγωγής/προσφοράς από τους εθνικούς λογαριασμούς για τη δραστηριότητα στο σύνολο του κλάδου με συγκρίσιμα στοιχεία δαπάνης από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών για τους κατοίκους της Ελλάδας.
Τα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης αναδεικνύουν μία αξιοσημείωτη αύξηση της συνεισφοράς του κλάδου στον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ την περίοδο 2011-15, σημαντικά υψηλότερη από τις συμβατικές εκτιμήσεις που βασίζονται σε στοιχεία τουριστικών εισπράξεων, όπως προσεγγίζονται από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (έρευνα συνόρων). Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η παραγόμενη προστιθέμενη αξία (σε σταθερές τιμές) που σχετίζεται με την παροχή υπηρεσιών σε αλλοδαπούς αυξήθηκε κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 2011 και 2015, συγκριτικά με αύξηση των τουριστικών εισπράξεων της τάξης του 2,1% του ΑΕΠ.
Η αυξανόμενη προστιθέμενη αξία μεταφράζεται σε μέση ετήσια συνεισφορά στον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ από τον εισερχόμενο τουρισμό, για την ίδια περίοδο, η οποία προσεγγίζει τη μία ποσοστιαία μονάδα ετησίως, συγκριτικά με 0,4% που απορρέει από τα στοιχεία δαπάνης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η επίδοση αυτή είναι αξιοσημείωτη, αν αναλογιστούμε ότι ο συγκεκριμένος κλάδος περιλαμβάνει δραστηριότητα που σχετίζεται με μία στενότερη δέσμη υπηρεσιών, συγκριτικά με τη δαπάνη που καταγράφεται μέσω του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με την τελευταία να αποτυπώνει ολόκληρο το εύρος των ταξιδιωτικών δαπανών των αλλοδαπών επισκεπτών της χώρας σε ένα σημαντικά μεγαλύτερο εύρος υπηρεσιών και αγαθών.
Το άλμα στην προστιθέμενη αξία αντανακλά κυρίως την αύξηση του παραγόμενου προϊόντος από τον συγκεκριμένο κλάδο, που ισοδυναμεί με την αξία των παρεχόμενων τουριστικών υπηρεσιών προς αλλοδαπούς, σε σταθερές τιμές, αλλά και τη μείωση του κόστους παραγωγής. Στην περίπτωση του κλάδου παροχής καταλύματος και εστίασης το συνολικό παραγόμενο προϊόν αυξήθηκε κατά 2,2% ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Αρχίζοντας με την εκτίμηση της αξίας των παρεχόμενων υπηρεσιών σε αλλοδαπούς, διαπιστώνουμε μια ισχυρή αύξηση (+3,3% του ΑΕΠ ή €5,9 δισ.) την περίοδο 2011-15, που αντισταθμίστηκε μόνο μερικώς από τη μείωση της παροχής υπηρεσιών προς ημεδαπούς κατά 1,1% του ΑΕΠ. Η ανωτέρω εκτίμηση ενσωματώνει τη σχετική πληροφόρηση για τις δαπάνες Ελλήνων για αντίστοιχες υπηρεσίες, όπως καταγράφονται στην έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών και η οποία καταδεικνύει μια σωρευτική μείωση της τάξης του 23% ή 1,1% του ΑΕΠ, μεταξύ 2011 και 2015. Οι ανωτέρω θετικές τάσεις παραγωγής υπηρεσιών σχετίζονται μεταξύ άλλων με:
• Τη σημαντική ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση των ξενοδοχειακών υποδομών της χώρας, που βασίστηκε σε σημαντικό βαθμό στη σταδιακή ολοκλήρωση και λειτουργία σημαντικών επενδύσεων -που είχαν δρομολογηθεί πριν από το ξέσπασμα της κρίσης και κορυφώθηκαν την περίοδο 2006-2008- σε συνδυασμό με επενδύσεις ανακαίνισης/αναβάθμισης των υφιστάμενων τουριστικών μονάδων τα τελευταία χρόνια. Η ποσοτική αναβάθμιση αντανακλάται στην αύξηση της συνολικής ξενοδοχειακής δυναμικότητας κατά 10% σε όρους δωματίων μεταξύ 2007 και 2015. Σημειώνεται ότι ο μέσος χρόνος υλοποίησης μίας κατασκευαστικής επένδυσης στον ξενοδοχειακό κλάδο ανέρχεται στα 3-4 χρόνια.
• Εκτός, όμως, από την αύξηση της ξενοδοχειακής δυναμικότητας επιτεύχθηκε και σημαντική αναβάθμιση της ποιότητας των σχετικών υποδομών, καθώς η προσθήκη νέων μονάδων υψηλότερης ποιότητας, σε συνδυασμό με το κλείσιμο παλαιότερων, ώθησε το μερίδιο των ξενοδοχείων υψηλής ποιότητας 4-5 αστέρων στο 40,6% της συνολικής δυναμικότητας από 38% το 2008, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο Ιταλίας και Ισπανίας και αντίστοιχο με αυτό της Πορτογαλίας. Προφανώς, οι μονάδες υψηλότερης ποιότητας είναι σε θέση να προσδώσουν μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία στις υπηρεσίες τους, προσφέροντας ποιοτικότερες, περισσότερο διαφοροποιημένες και συνδυαστικές υπηρεσίες στους πελάτες τους. Σημειώνεται, επίσης, ότι οι ποιοτικότερες μονάδες ήταν αυτές που εμφάνισαν και τη μεγαλύτερη αύξηση στο ποσοστό πληρότητας τα τελευταία χρόνια.
• Η θετική αλληλεπίδραση της προσφοράς με τις τάσεις της ζήτησης για τουριστικές υπηρεσίες ήταν επίσης σημαντική. Η σταθερή αύξηση του μεριδίου των αφίξεων τουριστών από αγορές υψηλότερου εισοδήματος/υψηλότερης ροπής για δαπάνη σε τουριστικές υπηρεσίες -Ρωσία, ΗΠΑ αλλά και, έως το 1ο τετράμηνο του 2016, το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και οι χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης- συνέτειναν στην αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες αυξημένης προστιθέμενης αξίας, στην οποία μπόρεσε να ανταποκριθεί με επιτυχία ο ελληνικός τουριστικός κλάδος.
Παράλληλα, το κόστος παραγωγής (ενδιάμεση κατανάλωση) σημείωσε μείωση της τάξης του 0,8% του ΑΕΠ αντανακλώντας τη βελτιωμένη αποτελεσματικότητα των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων και τη μείωση του κόστους υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται από τον κλάδο (π.χ. λογιστικές, διαφημιστικές, φύλαξης, αποθήκευσης, καθαριότητας κ.λπ.) και κυρίως τα βήματα προόδου αναφορικά με την υποκατάσταση εισαγωγών αγαθών (κυρίως τροφίμων και ποτών) με εγχώρια παραγωγή, σε ανταγωνιστικό κόστος. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις παροχής καταλύματος και εστίασης κατάφεραν να προσφέρουν περισσότερες υπηρεσίες και υψηλότερης αξίας, παρά το γεγονός ότι δαπάνησαν λιγότερα σε παραγωγικές εισροές και περιόρισαν τις εκροές εσόδων προς το εξωτερικό για εισαγωγές.
Η αύξηση της προστιθέμενης αξίας ισοδυναμεί με αυξανόμενα έσοδα για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας. Η τάση αυτή, σε συνδυασμό και με τη σημαντική προσαρμογή στο μισθολογικό κόστος (-16,5% την τελευταία πενταετία παρά τη σωρευτική αύξηση της απασχόλησης κατά 9%), διεύρυνε τα περιθώρια επιχειρηματικής κερδοφορίας. Πράγματι, το μερίδιο της οργανικής κερδοφορίας στην παραγόμενη προστιθέμενη αξία, όπως προσεγγίζεται μακροοικονομικά από το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα, εκτιμάται ότι έχει διευρυνθεί κατά 25% την τελευταία πενταετία και ότι το 2015 διαμορφώθηκε σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο Ισπανίας και Πορτογαλίας.
Οι ανωτέρω εξελίξεις, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση της αβεβαιότητας που συνεπάγεται η πρόσφατη ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης του προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης, δημιουργούν ένα περιβάλλον ιδιαίτερα πρόσφορο για επιτάχυνση των επενδύσεων στον κλάδο. Αν και άλλοι παράγοντες (εξωγενείς και μη) που δημιουργούν βραχυπρόθεσμη μεταβλητότητα δεν εκλείπουν, και τελικά ο ρυθμός ανάπτυξης της τουριστικής αγοράς το 2016 αναμένεται να είναι χαμηλότερος συγκριτικά με την τελευταία τριετία, η δυνατότητα του κλάδου να παράγει αυξημένη προστιθέμενη αξία παραμένει ισχυρή.
Ήδη, σημαντικές τουριστικές επενδύσεις βρίσκονται σε στάδιο υλοποίησης και άλλες δρομολογούνται για την επόμενη τριετία, ενώ βασικοί πυλώνες του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων (βλ. παλαιό αεροδρόμιο στο Ελληνικό, περιφερειακά αεροδρόμια, εκτάσεις ακινήτων δημοσίου προς παραχώρηση με δυνητική τουριστική χρήση) αλλά και της συνολικής ατζέντας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (στήριξη τουριστικών επιχειρήσεων/επενδύσεων μέσω ΕΣΠΑ και νέου επενδυτικού νόμου) ισχυροποιούν τα κίνητρα για επενδύσεις στον συγκεκριμένο κλάδο.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Δ/σης Οικ. Ανάλυσης της ΕΤΕ, θα χρειαστούν συνολικά πρόσθετες επενδύσεις σε ξενοδοχειακή δυναμικότητα και εξοπλισμό άνω των €5,5 δισ. (3,1% του ΑΕΠ κατά το 2015) την περίοδο 2017-2023, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή εξυπηρέτηση της ζήτησης από το εξωτερικό (+3% κατ' έτος, σύμφωνα με εκτιμήσεις του WTTC), σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης. Σύμφωνα με μετριοπαθείς εκτιμήσεις της Δ/σης Οικ. Ανάλυσης της ΕΤΕ, ο ξενοδοχειακός, ειδικά, κλάδος θα αγγίξει τα όρια της δυναμικότητάς του κατά τους μήνες αιχμής το 2018 (και θα τους υπερβεί σε συγκεκριμένους προορισμούς), καθιστώντας επιτακτική την έγκαιρη υλοποίηση νέων επενδύσεων, δεδομένου και του σημαντικού χρόνου που απαιτείται για την υλοποίησή τους.
Οι επενδύσεις αυτές, εκτός από την άμεση ώθηση στο ΑΕΠ από το σκέλος της δαπάνης, θα επαυξήσουν τη δυνατότητα δημιουργίας νέας προστιθέμενης αξίας, συνεισφέροντας περίπου 1,3% στον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της προηγούμενης δεκαετίας.