Συρρίκνωση εμφάνισε κατά το πρώτο τρίμηνο του 2016 το ελληνικό ΑΕΠ, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και όπως αναμεταδίδει η Deutsche Welle, σε αυτά τα συμφραζόμενα, η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt παρατηρεί ότι η γερμανική κυβέρνηση ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με νέα προβλήματα.
«Οι αδύναμοι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ελλάδα αυξάνουν τις πιθανότητες κορύφωσης της σύγκρουσης μεταξύ του ΔΝΤ και της γερμανικής κυβέρνησης», σχολιάζει προς την εφημερίδα ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) Μαρσέλ Φράτσερ. «Το ενδεχόμενο να συμμετάσχει το ΔΝΤ στο τρίτο πρόγραμμα βοήθειας της Ελλάδας χωρίς μια ρητή δέσμευση της γερμανικής κυβέρνησης για μια σαφή ελάφρυνση του χρέους γίνεται όλο και πιο απίθανο», εκτιμά ο ειδικός.
Θα αναγκαστεί η κυβέρνηση να φέρει το θέμα της ελάφρυνσης του χρέους προς ψήφιση στη γερμανική Βουλή;
Υπό αυτή την έννοια, όπως επισημαίνει, η κυβέρνηση της καγκελαρίου Μέρκελ θα μπορούσε να βρεθεί ενώπιον ενός εξαιρετικά δύσκολου διλήμματος: «(…) Είτε να αθετήσει την υπόσχεση που αφορά στη συμμετοχή του ΔΝΤ, είτε να φέρει το θέμα της ελάφρυνσης του χρέους προς ψήφιση στη γερμανική Βουλή».
Όπως επισημαίνει η Handelsblatt, η εκτίμηση του Μαρσέλ Φράτσερ έχει ένα σοβαρό υπόβαθρο: «Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο νέο πρόγραμμα βοήθειας είναι προϋπόθεση που έχει θέσει η Bundestag και ο κυβερνητικός συνασπισμός συνολικά (…). Το κοινοβούλιο αξιώνει τη συμμετοχή του ΔΝΤ από τον υπουργό Οικονομικών -όπως και τα κοινοβούλια άλλων χωρών της ευρωζώνης. Χωρίς το ΔΝΤ η Bundestag δεν θα συνέχιζε να συμπράττει», γράφει η εφημερίδα, σημειώνοντας ότι ο Β. Σόιμπλε επιμένει στην ενεργό συμμετοχή του Ταμείου όχι μόνον λόγω της εμπειρίας του στην αντιμετώπιση κρίσεων αλλά και για αμιγώς οικονομικούς λόγους.
Λιγότερο δραματικά αξιολογεί την κατάσταση ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών (Ifo) του Μονάχου Κλέμενς Φιστ. «Τα προγράμματα εξυγίανσης της Ελλάδας βασίζονται σε συστηματικά μη ρεαλιστικές προσδοκίες ανάπτυξης», εκτιμά ο Φιστ στην Handelsblatt, προσθέτοντας ότι το ΔΝΤ έχει συμπράξει σε αυτό. Η πολιτική αυτή, σύμφωνα με τον ίδιο, συνοδεύεται και από μια υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της Ελλάδας να αντεπεξέρχεται στις δανειακές της υποχρεώσεις. «Εντούτοις στις μεμονωμένες επιδόσεις τριμήνων μπορεί να υπάρχουν διακυμάνσεις (…) και το να συμπεραίνει κανείς ότι όλη η χρονιά δεν θα πάει καλά, είναι πρόωρο».