Γιατί δεν βγαίνει ο στόχος για πλεόνασμα 3,5%

Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι δεν είναι ρεαλιστικός ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, υποστηρίζει το ΔΝΤ. Τροχοπέδη η μεταρρυθμιστική κόπωση μετά από επτά χρόνια ύφεσης. Ανεπαρκείς οι κινήσεις της κυβέρνησης σε ασφαλιστικό και φορολογικό.

Γιατί δεν βγαίνει ο στόχος για πλεόνασμα 3,5%

Ακόμα και με ηρωϊκές προσπάθειες, η Ελλάδα δεν μπορεί να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα, υποστηρίζει στην έκθεσή του το ΔΝΤ.

Το Ταμείο εκτιμά πως ένας στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% είναι πιο ρεαλιστικός, δεδομένης της μεταρρυθμιστικής κόπωσης μετά από χρόνια δημοσιονομικής προσαρμογής. Επιπλέον, ο στόχος του 1,5% είναι πιο ρεαλιστικός, αν ληφθεί υπόψη η ίδια η ιστορική εμπειρία της Ελλάδας και στοιχεία από άλλες χώρες.

Όπως επισημαίνει το ΔΝΤ, μετά από επτά χρόνια ύφεσης και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ύψους 16% του ΑΕΠ, η Ελλάδα έχει καταφέρει να επιτύχει ένα μικρό μόνο πρωτογενές πλεόνασμα το 2015 και αυτό κυρίως λόγω έκτακτων παραγόντων. Το πλεόνασμα αυτό απέχει πολύ ακόμα από τον φιλόδοξο στόχο για πλεόνασμα 3,5% μακροπρόθεσμα και απαιτεί μέτρα περίπου 4,5% του ΑΕΠ. Οι εύκολες λύσεις έχουν εξαντληθεί και τα περιθώρια για νέα ουσιαστικά μέτρα είναι περιορισμένα, σημειώνει το Ταμείο.

Σύμφωνα με την έκθεση, η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ θα απαιτούσε βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τη μείωση των συντάξεων και τη διεύρυνση των φορολογικών βάσεων.

Ωστόσο, τονίζει το ΔΝΤ, τα σχέδια των ελληνικών αρχών δείχνουν πως οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν έχουν την αναγκαία πολιτική και κοινωνική στήριξη. Η πρόταση της κυβέρνησης για τη μεταρρύθμιση του φόρου εισοδήματος τοποθετεί ακόμα μεγαλύτερο βάρος στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, ενώ διευρύνει τη φορολογική βάση μόλις κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες. Την ίδια στιγμή, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού μειώνει τις δαπάνες οριακά ως το 2018 (κατά 0,6 ως 0,9% του ΑΕΠ), αφήνοντας αμετάβλητες τις κύριες συντάξεις.

Τα υπόλοιπα μέτρα που περιλαμβάνονται στο πακέτο βασίζονται σε περαιτέρω αυξήσεις φόρων, διαπιστώνει το Ταμείο.

Επιπλέον, υπογραμμίζει πως ιστορικά η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα για παρατεταμένες περιόδους.

«Κατά τη δεκαετία του 1990, η Ελλάδα κατάφερε να διατηρήσει πλεόνασμα 1,75% για οκτώ χρόνια. Αλλά για μια μακρύτερη περίοδο πριν την κρίση, το πρωτογενές έλλειμμα βρισκόταν κατά μέσο όρο στο 1% του ΑΕΠ και διευρύνθηκε στο 2% του ΑΕΠ μετά την υιοθέτηση του ευρώ. Κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων στήριξης από την Ευρώπη και το ΔΝΤ, το πρωτογενές έλλειμμα ήταν κατά μέσο όρο 1,5% του ΑΕΠ» σημειώνεται στην έκθεση βιωσιμότητας του χρέους.

Επιπρόσθετα, το ΔΝΤ παραθέτει στοιχεία από άλλες χώρες που δείχνουν πως ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ είναι δύσκολο να επιτευχθεί και να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα, ειδικά μετά από μακρές υφέσεις και όταν η διαρθρωτική ανεργία είναι υψηλή.

Σε δείγμα 55 χωρών τα τελευταία 200 χρόνια, καταγράφηκαν μόνο 15 περιπτώσεις με ύφεση μεγαλύτερη από 5 χρόνια και καμία χώρα δεν είχε πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 2% του ΑΕΠ μετά από μια τόσο μακρά περίοδο αρνητικής ανάπτυξης.

Όπως τονίζει το Ταμείο, η Ελλάδα έχει βιώσει μια επταετή ύφεση.

Εν τω μεταξύ, από τις χώρες που είχαν καταγράψει διψήφια ποσοστιαία ανεργία μετά το 1980, μόνο τέσσερις (από τις 22) κατάφεραν να διατηρήσουν πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 3% το ΑΕΠ για 10 χρόνια και μόνο δύο, αν εξαιρεθούν οι χώρες που εξάγουν εμπορεύματα.

Εξετάζοντας την πιο πρόσφατη ιστορία, ακόμα λιγότερες χώρες έχουν καταφέρει να διατηρήσουν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, υποστηρίζει στην ανάλυση του το ΔΝΤ.

Στην ευρωζώνη μόνο δύο χώρες (η Ιρλανδία και το Βέλγιο) κατάφεραν να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μια δεκαετία και μόνο η Ιρλανδία το πέτυχε έχοντας διψήφια ποσοστά ανεργίας.

«Η προβολή ότι η Ελλάδα θα έχει τέτοια διψήφια ποσοστά ανεργίας ως το μισό του αιώνα πρέπει να μετριάζει τις εκτιμήσεις όσον αφορά την βιωσιμότητα πολύ μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων» καταλήγει το Ταμείο.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v