Είτε πρόκειται περί άγνοιας, είτε περί ολιγωρίας, είτε περί ξεκάθαρης εξυπηρέτησης συμφερόντων, ορισμένες από τις φορολογικές ρυθμίσεις του υπό ψήφιση νομοσχεδίου δημιουργούν πολύ σοβαρά ερωτήματα, καθώς εμφανίζονται να εξυπηρετούν αλλοδαπές εταιρίες, να αλλοιώνουν τον ανταγωνισμό και να δημιουργούν εκ προοιμίου... «παράθυρα» φοροαποφυγής.
Πρόκειται για ρυθμίσεις που χάθηκαν από το προσκήνιο της επικαιρότητας μέσα στο γενικότερο «τσουνάμι» νέων φόρων, καθώς αφορούν στη λειτουργία συγκεκριμένων επιχειρηματικών κλάδων, αξίζει όμως να επισημανθούν.
Ιδίως δε όταν αφορούν μια κυβέρνηση «αριστερή», που θέλει να έχει το ηθικό πλεονέκτημα αλλά και οφείλει να αποφύγει εντυπώσεις «διαπλοκής» με συγκεκριμένα συμφέροντα, ελληνικά ή ξένα, ακριβώς την ώρα που εμφανίζεται να καταβάλλει προσπάθειες να χτυπήσει τη διαφθορά του πρόσφατου παρελθόντος.
Συγκεκριμένα, αλγεινές εντυπώσεις έχει δημιουργήσει στην αγορά η απόσυρση της ρύθμισης για τη φορολόγηση των μικτών εσόδων από τυχερά παιχνίδια, με έξτρα 5% (από 30% σε 35%) κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή από το ασφαλιστικό νομοσχέδιο -και η επανακατάθεσή της στο τελευταίο νομοσχέδιο, με μία σημαντική «διαφοροποίηση». Ο συντελεστής γίνεται «αναλογικός», με αποτέλεσμα να ευνοούνται οι εταιρίες διαδικτυακού στοιχηματισμού που εδρεύουν στο εξωτερικό και φορολογούνται ουσιαστικά... «κατά δήλωση».
Κι όλα αυτά, την ώρα που κυβερνητικά στελέχη έχουν δημοσίως δηλώσει ότι ξεκινά προανακριτική εξέταση από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων, ώστε να διερευνηθεί η υπόθεση των 24 στοιχηματικών εταιριών οι οποίες λειτουργούν με έδρα τη Μάλτα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες πολύ χαμηλής φορολογίας, και υπάγονται -ακόμη!- σε καθεστώς «προσωρινών αδειών».
Δεύτερο «κρούσμα» αποτελεί η φορολόγηση της συνδρομητικής τηλεόρασης με συντελεστή της τάξεως του 10%, γεγονός που στην πράξη, την κατατάσσει στην κατηγορία των προϊόντων... πολυτελείας. Πρόκειται κατ' αρχάς για ρύθμιση που αγνοεί την αλματώδη διείσδυση διεθνών υπηρεσιών του είδους, μέσω κολοσσών του διαδικτύου, όπως το Netflix, η Αpple TV και άλλοι, προσφέροντάς τους ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, καθώς ο φόρος αυτός αυξάνει το κόστος για τον πελάτη στις αντίστοιχες υπηρεσίες που παρέχονται από την Ελλάδα. Και στην περίπτωση αυτή, ευνοούνται λοιπόν ξένες υπηρεσίες, έναντι εκείνων που λειτουργούν (και φορολογούνται ήδη ποικιλοτρόπως) στην Ελλάδα, απασχολούν εργαζόμενους, ενώ ταυτόχρονα χρηματοδοτούν τομείς όπως ο αθλητισμός και ο πολιτισμός.
Πέραν τούτου, όμως, έντονες απορίες προκαλεί το γεγονός ότι ο φόρος θα επιβληθεί με τη μορφή ποσοστού επί της τιμής πωλήσεως του προϊόντος, όταν είναι γνωστό στους πάντες ότι οι υπηρεσίες αυτές προσφέρονται συχνότατα με bundling (πακετοποίηση) με άλλες υπηρεσίες ή σε ειδικές προσφορές. Δεδομένου ότι η συνδρομητική τηλεόραση φορολογείται με υψηλότερο συντελεστή απ' ό,τι άλλες υπηρεσίες, όπως π.χ. η σταθερή τηλεφωνία, είναι εύλογο ακόμη και σε φοιτητή οικονομικής σχολής ότι το παράθυρο της φοροαποφυγής ανοίγει... διάπλατα!
Οπότε, το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί δεν επιλέχθηκε ο πολύ απλούστερος τρόπος της ενιαίας φορολόγησης, ανά συνδρομητή, με ένα μικρό ποσό, ανεξαρτήτως κόστους, γεγονός που θα εξασφάλιζε απλοποίηση της διαδικασίας αλλά και υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας των εσόδων;
Επιστρέφοντας πίσω στο θέμα των τυχερών παιχνιδιών, από μια πρώτη έρευνα των όσων ισχύουν στην Ευρώπη, προκύπτει ότι δεν φαίνεται να υπάρχει πουθενά κλιμακωτή φορολόγηση. Όταν υπάρχουν διαφορετικές κλίμακες, κι όχι «οριζόντιος» φόρος, αφορούν διαφορετικά είδη παρόχων (άλλος φόρος για τον επίγειο στοιχηματισμό, άλλος για το διαδικτυακό στοίχημα, άλλος για τα καζίνο κ.λπ.).
Κι ότι όπου υπάρχουν διαφορές στον φόρο, αυτές είναι υπέρ των επίγειων παρόχων, ακριβώς επειδή έχουν πολύ υψηλότερα λειτουργικά κόστη κι απασχολούν πολύ μεγαλύτερο αριθμό προσωπικού στα δίκτυά τους.
Στην Ελλάδα φαίνεται ότι ο αρμόδιος υπουργός Τρύφων Αλεξιάδης προτιμά το... αντίθετο. Κι ενώ απέσυρε την αρχική διάταξη «νύχτα», για να κάνει δήθεν «τεχνικές βελτιώσεις», την επανέφερε ενισχύοντας εταιρίες τα κέρδη των οποίων φορολογούνται στο εξωτερικό, όπου και εδρεύουν, απασχολούν ελάχιστο προσωπικό, ενώ εμμέσως πλην σαφώς, θεωρούνται ήδη «ύποπτες» για φοροδιαφυγή!
Ποια είναι η δικαιολογία; Ότι έτσι ενισχύονται οι μικρότερες εταιρίες (σ.σ. με τα όρια που έχουν τεθεί μόνο ο ΟΠΑΠ θα πληρώνει 35%, ενώ οι διαδικτυακοί ανταγωνιστές του θα μείνουν στο 30%), κι αυτό θα ενισχύσει τις νέες επενδύσεις και τον ανταγωνισμό. Δηλαδή επενδύσεις σε software που θα γίνονται στη... Μάλτα ή αλλού, σε χώρες με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, αλλά και περισσότερο, υποτίθεται, ανταγωνισμό σε μια αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται ήδη... 25 παίκτες!
Προφανώς, δεν είναι τυχαίο ότι η αγορά βοά, υποστηρίζοντας ότι η αιφνίδια απόσυρση του νομοσχεδίου έγινε κατόπιν «παρεμβάσεων» της διεθνούς ένωσης Remote Gambling Association αλλά και ορισμένων ισχυρών Ελλήνων παικτών που διαθέτουν τέτοιες εταιρίες, σε συνδυασμό με... Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Αντίστοιχη δικαιολογία περί «αναλογικότητας», δηλαδή διαφοροποίησης ανάμεσα σε εκείνους που αγοράζουν φτηνότερο προϊόν και σε εκείνους που αγοράζουν ακριβότερο, παρουσιάζεται και στο θέμα της επιβολής φόρου στη συνδρομητική τηλεόραση.
Πρόκειται για δικαιολογία που αγνοεί την «πακετοποίηση» που συμβαίνει στην πράξη, αλλά και τις προσφορές των εταιριών, που συχνότατα έχουν ως αποτέλεσμα να πληρώνουν διαφορετική συνδρομή πελάτες της ίδιας εταιρίας, που έχουν ακριβώς την ίδια πρόσβαση σε περιεχόμενο. Έτσι, είναι προφανές ότι μια εταιρία θα μπορούσε να προσφέρει και εντελώς δωρεάν τη συνδρομή, «πακετάροντάς την» μαζί με άλλες υπηρεσίες.
Φαίνεται ότι ο κ. Αλεξιάδης επέλεξε, αυτός και οι σύμβουλοί του, να αγνοήσουν για παράδειγμα, τι συμβαίνει σε μια ώριμη αγορά στην οποία επικρατούν αντίστοιχα φαινόμενα, όπως η διεθνής αγορά των αεροπορικών εισιτηρίων.
Στη συγκεκριμένη αγορά, ακριβώς επειδή η τιμή δύο εισιτηρίων, της ίδιας εταιρίας για τον ίδια διαδρομή μπορεί να μεταβάλλεται δραματικά από το ένα διάστημα στο άλλο, ή να αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης προσφοράς με δωμάτιο ξενοδοχείου και αυτοκίνητο, ο φόρος αεροδρομίου είναι σταθερός και επιβάλλεται ακόμη κι αν η τιμή του εισιτηρίου είναι... μηδέν!
Διότι αλλιώς, οι αεροπορικές εταιρίες θα έβρισκαν τον τρόπο και οι τιμές όλων των εισιτηρίων θα έτειναν προς το μηδέν, συνδυαζόμενες για τον πελάτη με άλλες «υπηρεσίες».
Κι αυτός ο συνδυασμός υπηρεσιών συμβαίνει ήδη στην αγορά των τηλεπικοινωνιών, όπου πολύ μεγάλο ποσοστό των συνδρομών τηλεόρασης πωλείται μαζί με άλλες υπηρεσίες, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί σαφώς ποιο είναι το τίμημα για ποιο μέρος του πακέτου.
Το περίεργο είναι ότι στην περίπτωση του τέλους διανυκτέρευσης για τα τουριστικά καταλύματα, όπου επίσης η τιμή μεταβάλλεται ανάλογα με την περίοδο, τις προσφορές και τα συνδυαστικά πακέτα, η κυβέρνηση επέλεξε τον ορθό τρόπο, δηλαδή ένα σταθερό ποσό ανά αστέρι ή κλειδί και όχι ένα ποσοστό επί της τιμής πώλησης.
Γιατί λοιπόν η κυβέρνηση αφού επιβάλλει «ειδικό» φόρο στις ελληνικές εταιρίες συνδρομητικής τηλεόρασης, προφανώς εξαιτίας της ανάγκης να αυξήσει τα έσοδά της, δεν επέλεξε να το πράξει με ένα σταθερό ποσό ανά συνδρομητή, ώστε να είναι σχετικά «σίγουρη» και για το ποια θα είναι η απόδοση του μέτρου;
Γιατί ανοίγει παράθυρο στη φοροαποφυγή;
Για ποιο λόγο η διακριτική μεταχείριση προς όφελος των στοιχηματικών εταιριών του διαδικτύου, που εδρεύουν στην αλλοδαπή, όταν φαίνεται να αποτελεί... παγκόσμια πρωτοτυπία; Για ποιο λόγο φορολογείται με μεγαλύτερη αυστηρότητα το επίγειο δίκτυο των πρακτόρων του ΟΠΑΠ, που απασχολεί μερικές χιλιάδες οικογένειες; Για να αυξηθούν οι επενδύσεις software στη... Μάλτα;
Αυτά μόνον ο κύριος Αλεξιάδης και η κυβέρνηση μπορούν -και πρέπει- να τα απαντήσουν άμεσα, καθώς το νομοσχέδιο οδεύει προς επικύρωση στη Βουλή με την ψήφο των βουλευτών της συμπολίτευσης.