Η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα και την προοπτική να επανέλθει σε ανοδική τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο και εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται, υπογράμμισε ο Γ. Στουρνάρας σε ομιλία του στον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος.Σύμφωνα με τον Διοικητή της ΤτΕ, σε αυτό θα συμβάλει αποφασιστικά η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του νέου προγράμματος μετά τις ουσιαστικές δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα, η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί στο Eurogroup της 24ης Μαΐου.
Το Eurogroup θα πρέπει με τη σειρά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών και στη δική του δέσμευση, η οποία χρονολογείται από τον Νοέμβριο του 2012, και έχει επαναληφθεί δύο φορές από τότε, για την υλοποίηση των δράσεων που θα καταστήσουν το δημόσιο χρέος βιώσιμο και τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα διαχειρίσιμες. Ήδη αυτό άρχισε να προεξοφλείται στις αγορές μέσω της υποχώρησης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Στην Τράπεζα της Ελλάδος θεωρούμε ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης θα υποβοηθηθεί από τη μείωση του τελικού δημοσιονομικού στόχου από πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε 2% του ΑΕΠ, χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, τονίζει ο κ. Στουρνάρας.
Στη φάση που βρισκόμαστε, το ζητούμενο πλέον είναι η εφαρμογή των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο νέο πρόγραμμα, με στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης.
Όπως προαναφέρθηκε, θα πρέπει να διδαχθούμε και από την εμπειρία των υπόλοιπων τριών κρατών-μελών που ακολούθησαν και αυτά προγράμματα προσαρμογής. Αυτά τα κράτη-μέλη, παρά το γεγονός ότι υπήχθησαν σε προγράμματα προσαρμογής μετά από εμάς, κατόρθωσαν να εξέλθουν πριν από μας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η οικονομία τους αναπτύσσεται εντυπωσιακά. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις πρόσφατες εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ιρλανδία αναπτύχθηκε με 7,8% το 2015 και προβλέπεται να αναπτυχθεί με 4,9% το 2016, ενώ η Πορτογαλία και η Κύπρος αναπτύχθηκαν με ήπιους αλλά θετικούς ρυθμούς (1,5% και 1,6% αντίστοιχα) το 2015 και αναμένεται να συνεχίσουν σε θετικό έδαφος και το 2016 (1,5% και 1,7% αντίστοιχα).
Οι ελληνικές αρχές, μετά τη νομοθέτηση των απαιτούμενων δημοσιονομικών παρεμβάσεων και την αναμενόμενη ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης στο Eurogroup της 24ης Μαΐου, θα πρέπει αμέσως να στρέψουν την προσοχή τους στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, στην ανάληψη δράσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών και στην αναθέρμανση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.
Αυτές οι δράσεις θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην αξιολόγηση των προοπτικών της χώρας από τις διεθνείς αγορές και θα οδηγήσουν σε έναν ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτήσει την οριστική έξοδο από την κρίση.
Η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος είναι βέβαιο ότι θα επιδράσει θετικά στο κλίμα εμπιστοσύνης και στις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας το 2016.
Είναι το «κλειδί» για την επιστροφή καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις:
Πρώτον, για την επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις (waiver), γεγονός που θα επιτρέψει την πιο φθηνή χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Δεύτερον, για να καταστεί δυνατή η συμμετοχή και των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Η επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις και η συνεπαγόμενη πιο φθηνή αναχρηματοδότηση των τραπεζών, σε συνδυασμό με τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στους πυλώνες ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εκτιμάται ότι θα έχουν σημαντική θετική επίπτωση στα αποτελέσματα των τραπεζών, δυνητικού ύψους για το επόμενο έτος περί τα 400 με 500 εκατομμύρια ευρώ.
Οι έμμεσες επιπτώσεις όμως, όπως για παράδειγμα η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών τραπεζών, αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερες, σημείωσε ο κ. Στουρνάρας.
Επίσης, θα μπορούσε να οδηγήσει στην υλοποίηση της δέσμευσης του Ευρωσυστήματος για τη διάθεση των κερδών από τη διακράτηση τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου (οι οποίοι δεν συμμετείχαν στο PSI), τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
Η ελάφρυνση χρέους
Σύμφωνα με τα σενάρια που επεξεργαζόμαστε, το πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά, σε συνδυασμό με την εξομάλυνση των μελλοντικών πληρωμών τόκων για τα δάνεια από τον EFSF, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), καθώς και για τα διμερή δάνεια του πρώτου προγράμματος (Greek Loan Facility - GLF) για μια περίοδο 20 ετών, και την επέκταση της περιόδου αποπληρωμής των δανείων του EFSF και των διμερών δανείων του πρώτου προγράμματος για περίπου 22 χρόνια:
• Θα περιορίσει σημαντικά τις δαπάνες για τόκους (περίπου κατά 2,8% του ΑΕΠ),
• θα καταστήσει τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου διαχειρίσιμες καθώς θα τις περιορίσει σημαντικά κάτω του 15% του ΑΕΠ, το οποίο είναι το όριο που υιοθετεί το ΔΝΤ για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και
• θα μειώσει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κάτω από το 100% το 2030 και στο 89% το 2035 (έναντι 126% χωρίς ελάφρυνση χρέους), ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.
* Η πλήρης ομιλία του Γ. Στουρνάρα δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη «Συνοδευτικό Υλικό».