Μακραίνει η λίστα των «λουκέτων» ελληνικών επιχειρήσεων μέσα στην κρίση, αφήνοντας λαβωμένη πολλαπλώς την ελληνική οικονομία.
Πέρα από την αύξηση της ανεργίας, τα χαμένα έσοδα για δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία, τα «φέσια» σε προμηθευτές και τα «κανόνια» στις πιστώτριες τράπεζες, ακόμη και ο ίδιος ο υγιής ανταγωνισμός ανησυχεί, παρατηρώντας ότι τα κερδισμένα του μερίδια «ίσως σε λίγο καιρό να μην έχουν αξία», σε μια πίτα που διαρκώς συρρικνώνεται.
Η πολυετής πλέον ύφεση, η έλλειψη ρευστότητας, ο υπερδανεισμός των προηγούμενων ετών -αλλά και η κακοδιαχείριση σε αρκετές περιπτώσεις- διαμορφώνουν ένα πολύ αρνητικό περιβάλλον για τις δραστηριοποιούμενες στην αγορά επιχειρήσεις.
Οι αναδιαρθρώσεις που επιχειρήθηκαν «ήρθαν πολύ αργά και άτολμα», σύμφωνα με παράγοντα της αγοράς, ενώ ο ίδιος σημειώνει ότι η μορφολογία της ελληνικής επιχειρηματικότητας δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί αλώβητη μετά την οικονομική στροφή της εγχώριας οικονομίας. Η πτώση της ζήτησης μοιραία μείωσε το μέγεθος της αγοράς, αφήνοντας απέξω ακόμη και μεγάλες μονάδες.
Επιπλέον, η ραχοκοκαλιά της ελληνικής αγοράς αποτελούνταν από εισαγωγικές και εμπορικές επιχειρήσεις, η πλειονότητα των οποίων αδυνατούσε να εξυπηρετήσει τη λειτουργία της, μετά την κατάρρευση της εμπορικής πίστης (αδυναμία έκδοσης εγγυητικών επιστολών, άρνηση ασφάλισης πιστώσεων κ.ά.). Στα παραπάνω προστίθεται και η υπερέκθεση αρκετών επιχειρήσεων σε δανεισμό που δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί στα τρέχοντα επίπεδα τζίρων.
Την κατάσταση ήρθε να επιδεινώσει τόσο η επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων όσο και η συσσώρευση ληξιπρόθεσμων επιχειρηματικών δανείων, που δημιουργούν μια διαρκή στρέβλωση στην αγορά. Οι κινήσεις διάσωσης, προς το παρόν, περιορίζονται στον χώρο του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων, ενώ διάφοροι άλλοι κλάδοι παραμένουν στα αζήτητα.
Το λιανεμπόριο
Στα σούπερ μάρκετ τα κανόνια ήταν ηχηρά, με την αλυσίδα Ατλάντικ να αποτελεί ένα από τα πρώτα και πιο επιζήμια λουκέτα της ελληνικής αγοράς. Επίσης, σημαντικοί τοπικοί παίκτες, όπως π.χ. η αλυσίδα Αρβανιτίδης στη Βόρεια Ελλάδα, η αλυσίδα «Λάρισα» έχουν πάψει να υφίστανται, αφήνοντας χώρο στις υπερτοπικές αλυσίδες.
Μέσα στην τελευταία εξαετία έχουν χαθεί και άλλα ηχηρά επιχειρηματικά ονόματα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σε αρκετούς κλάδους συγκέντρωση μεριδίων σε λίγους παίκτες, οι οποίοι ως επί το πλείστον είναι θυγατρικές ξένων πολυεθνικών ομίλων, που με την υψηλή ρευστότητα αλλά και τις εμπορικές αντοχές των μητρικών τους, πέτυχαν να επικρατήσουν έναντι των ελληνικών μικρότερων παικτών.
Για παράδειγμα στην -εξόχως ανταγωνιστική και με μικρά περιθώρια κέρδους- λιανική ηλεκτρικών ειδών, μετά και την κατάρρευση της Ηλεκτρονικής Αθηνών, ισχυροποιούνται η Κωτσόβολος (του βρετανικού ομίλου Dixon's) και η γερμανική Media Markt.
Πριν την τελευταία εξέλιξη ωστόσο από την αγορά είχαν αποχωρήσει τα σήματα Electroworld και Saturn, που ανήκαν στους ομώνυμους ομίλους. Λουκέτο έβαλαν επίσης η Εικόνα - Ηχος, αλλά και η Expert, η οποία επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα αλλά με σαφώς μικρότερο δίκτυο καταστημάτων.
Αρνητικό ρεκόρ λουκέτων καταγράφει και ο κλάδος της ένδυσης, που από το 2010 και μετά μετρά πτωχεύσεις μικρών και μεγάλων εταιριών, ακόμη και εισηγμένων. Για παράδειγμα η εισαγωγική Ridenco, η οποία δημιούργησε οργή στις πιστώτριες τράπεζες, μια και ο βασικός της μέτοχος προστάτευσε εντέχνως τη μεγάλη προσωπική του περιουσία, αλλά και η Sprider των αδελφών Χατζηιωάννου.
Οι τελευταίοι, το 2013 και λίγα χρόνια μετά τη μεγάλη επέκταση της αλυσίδας, έδωσαν ένα βεβιασμένο τέλος στην εταιρία, αφήνοντας παράλληλα απλήρωτους τους περίπου 800 εργαζόμενους, φέσι που ξεπερνά τα 60 εκατ. ευρώ προς τις τράπεζες και συνολικές υποχρεώσεις άνω των 96 εκατ. ευρώ. Λίγο πιο πριν το 2012 είχε προηγηθεί η πτώχευση και της εταιρίας Φωκά, με πολυκαταστήματα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Στις πτωχεύσεις του κλάδου, διακριτή θέση έχει επίσης η εταιρία Γλου, αλλά και η περίπτωση της Λ. Γαβαλάς Α.Ε., όπου το αίτημα υπαγωγής στο άρθρο 99 δεν έγινε δεκτό από την αρχή.
Άλλες πάλι εταιρίες κατέρρευσαν πριν φθάσουν στην πόρτα του Πρωτοδικείου, όπως ο όμιλος Φελούς, ενώ υπάχθηκαν στο άρθρο 99 η εισηγμένη Alsinco, η Καρούζος, και η Allouete, χωρίς να καταφέρουν να ανακάμψουν.
Στα πλέον ηχηρά λουκέτα ήταν επίσης εκείνο της εταιρίας Neoset, όπου μετά το κλείσιμο του εργοστασίου της το 2013, το 2014 έκλεισε και το δίκτυο καταστημάτων της, το οποίο συνέχιζε να λειτουργεί μέσω offshore που είχε στήσει η διοίκηση στην Κύπρο. Πέρα από τις απαιτήσεις των εργαζομένων, οι οφειλές της Neoset εκτιμάται ότι ξεπερνούσαν τα 60 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 50 εκατ. ευρώ αφορούσαν σε τραπεζικό δανεισμό.
Η βιομηχανία
Πέρα δε από τις λιανεμπορικές επιχειρήσεις, το πρόσφατο κλείσιμο του εργοστασίου της Softex προστέθηκε στον κατάλογο των παραγωγικών μονάδων της χώρας, που κατά την τελευταία εξαετία βρέθηκαν εκτός αγοράς. Πριν τη Softex, τον ίδιο δρόμο είχε ακολουθήσει η χαρτοποιία Diana, ενώ την άνοιξη του 2014, το Πρωτοδικείο Αθηνών είχε κάνει δεκτή την αίτηση πτώχευσης της Shelman, της άλλοτε δυναμικής παραγωγικής εταιρίας.
Οι υποχρεώσεις της Shelman προς τους προνομιακούς πιστωτές (εργαζόμενοι, Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία) υπολογίζονταν στα 20 εκατ. ευρώ και ο τραπεζικός δανεισμός γύρω στα 120 εκατ. ευρώ. Θύμα της εξάρτησής της από τον μητρικό ιταλικό όμιλο ILVA αλλά και της έλλειψης ενδιαφέροντος από διεθνείς και εγχώριους επενδυτές να επενδύσουν στη διάσωσή της έπεσε και η Hellenic Steel ή αλλιώς Ελληνική Εταιρία Χάλυβα, η οποία ήταν μία από τις 5 μεγαλύτερες χαλυβουργικές μονάδες της χώρας και διέθετε ισχυρή εξαγωγική δραστηριότητα.
Στον κατάλογο προστέθηκε επίσης μέσα στην τελευταία εξαετία και η πτώχευση της Κατσέλης (Nutriart), του κραταιού ομίλου Δαυίδ.