Σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και τάχιστη επέμβαση της Βουλής ζητά η ΝΔ με ανακοίνωσή της, μετά τις πρωτοφανείς για τα δικαστικά χρονικά, καταγγελίες εισαγγελέως ότι δέχθηκε παρεμβάσεις και απειλές από τον κ. Δ. Παπαγγελόπουλο.
Παράλληλα η αξιωματική αντιπολίτευση μιλά για τρομοκράτηση της Δικαιοσύνης και υποστηρίζει πως «η υπό τον κ. Τσίπρα ομάδα εξουσίας σταθερά επιχειρεί να εγκαθιδρύσει κομματικό κράτος και σύστημα απροκάλυπτης χειραγώγησης της Δικαιοσύνης».
Σε ό,τι αφορά στην επίμαχη υπόθεση και όπως αποκάλυψαν Βήμα και Καθημερινή, η εισαγγελέας Γεωργία Τσατάνη κατήγγειλε παρεμβάσεις και απειλές του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου προς αυτήν σε μια υπόθεση μάλλον χωρίς προηγούμενο στην ελληνική δικαιοσύνη.
Η αρχαιότερη εισαγγελέας Εφετών με αναφορά που κατέθεσε στις 22 Φεβρουαρίου, και η οποία οδεύει προς τη Βουλή, δεδομένου ότι αφορά υπουργό της κυβέρνησης, υποστηρίζει πως ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης άσκησε πιέσεις σε εκείνη, εκτοξεύοντας και απειλές, προκειμένου να επιστρέψει την υπόθεση που αφορούσε στον Ανδρέα Βγενόπουλο (σ.σ. τέθηκε από την ίδια πρόσφατα στο αρχείο) στον εισαγγελέα διαφθοράς εκτιμώντας ότι αυτός ήταν ο αρμόδιος.
Η εισαγγελέας Τσατάνη, όπως υποστηρίζει στην τρισέλιδη αναφορά της, υπέστη πιέσεις προκειμένου να εγκαταλείψει την υπόθεση. Σημειώνει δε ότι διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία ως προς αυτό.
Η ίδια αναφέρεται σε συνάντηση που έγινε με πρωτοβουλία της στο γραφείο του αναπληρωτή υπουργού, ο οποίος «πιεστικά μου εζήτησε να επιστρέψω τη δικογραφία εις την Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς, την οποία όπως μου εδήλωσε παρανόμως ενεργώντας, την αφαίρεσα για να ευνοήσω εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα».
Η εισαγγελέας υποστηρίζει ότι εν συνεχεία, στις 22/11/2015 δέχτηκε τηλεφώνημα από τον Δ. Παπαγγελόπουλο στο οποίο «σε συμβουλευτικό δήθεν ύφος, μου συνέστησε εκ νέου να επιστρέψω τη δικογραφία που «χειρίζομαι παράνομα» στην εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς και άμεσα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ξεσπάσει σε βάρος μου άγριος πόλεμος. Χαρακτηριστικά δε, τόνισε ότι έχω στα χέρια μου... ένα απόστημα που θα σκάσει σε βάρος μου... και για να κάνω Χριστούγεννα με την οικογένειά μου».
Η κα Τσατάνη υποστηρίζει στην αναφορά της πως ο κος Παπαγγελόπουλος υποστήριξε ότι «η εισαγγελέας Διαφθοράς που χειριζόταν σχετική δικογραφία, η οποία μου είχε υποβληθεί κατόπιν αιτήματός μου προς συσχέτιση με τα συναφή την οποία και χειριζόμουν, ευρίσκεται δικονομικά εις στάδιο περαίωσης και η εν λόγω εισαγγελέας προτίθεται να ασκήσει ποινική δίωξη εις βάρος των υπόπτων, τους οποίους με την ενέργειά μου σκόπευα να ευνοήσω, κατά την άποψή του. Τότε εξέφρασα την απορία μου για το γεγονός γνώσεως υπ' αυτού της εκ των προτέρων δικανικής κρίσεως της εισαγγελέως Διαφθοράς».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εισαγγελέας πρόσφατα έθεσε την υπόθεση Βγενόπουλου στο αρχείο. Η αναφορά κατατέθηκε στις 22 Φεβρουαρίου, μία μέρα πριν αποφασίσει να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.
Εν συνεχεία η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου ξεκίνησε πειθαρχική έρευνα που διεξάγει η ίδια, παρά το γεγονός ότι το θέμα της αφαίρεσης της δικογραφίας ερευνήθηκε από τον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ν. Παντελή και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο με την κρίση ότι οι ενέργειές της ήταν νόμιμες.
Η συγκεκριμένη αναφορά οδεύει προς τη Βουλή, με τη διαδικασία του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Ηδη όμως αντέδρασε ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ο οποίος δίνει άλλη εκδοχή και αρνείται παρέμβασή του στο έργο της δικαιοσύνης.
Σε επιστολή του προς τον πρόεδρο της Βουλής Ν. Βούτση -η οποία διέρρευσε αργά χθες το βράδυ-, παραδέχεται τη συνάντηση, με πρωτοβουλία της εισαγγελέως, και δηλώνει ότι δεν μπήκε στην ουσία της υπόθεσης αλλά της ζήτησε να επιστρέψει τη δικογραφία στην Εισαγγελία Διαφθοράς, στο πλαίσιο της συζήτησης που είχαν και για να εκφράσει γνώμη επί του θέματος που του ζητήθηκε. Μάλιστα ο αν. υπουργός υποστήριξε ότι όφειλε να έχει εξαιρεθεί παλαιότερα από τον χειρισμό υποθέσεων, όπως το Βατοπέδι, επειδή συγγενικά της πρόσωπα υπήρξαν υποψήφιοι με τα ψηφοδέλτια της ΝΔ.
Μάλιστα, για την καταγγελία ότι γνώριζε, αν και απαγορεύεται, τις προθέσεις της εισαγγελέως διαφθοράς, αρνείται το παράνομο της γνώσεως και αναφέρει ότι υπήρχαν σχετικά δημοσιεύματα περί αυτού και από τα οποία είχε αντλήσει τις συγκεκριμένες πληροφορίες.
Μετά τις εξελίξεις ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία σημειώνει:
«Η διαπλοκή ξεψυχά και παραληρεί. Λίγο πριν το τέλος του παιχνιδιού για αυτήν παίζει τα ρέστα της. Η κυρία Τσατάνη παραδέχεται στην αναφορά της ότι με επισκέφθηκε με δική της πρωτοβουλία και είναι εντυπωσιακά αστείο ότι επικαλείται σαν αιτία της επίσκεψής της, δηλώσεις μου που δεν είχα κάνει ακόμα αλλά τις έκανα 15 ημέρες αργότερα. Κατά τα λοιπά, θεσμικά ενεργώντας πάντα, έχω στείλει ήδη επιστολή στον πρόεδρο της Βουλής για να τον ενημερώσω και να ενημερωθούν στη συνέχεια οι βουλευτές του Ελληνικού κοινοβουλίου για όλα όσα ισχυρίζεται. Τη Δευτέρα που θα δημοσιοποιηθεί το περιεχόμενο της επιστολής μου, ο καθένας θα μπορεί εύκολα να βγάλει τα συμπεράσματά του».
Η επιστολή Παπαγγελόπουλου στον Πρόεδρο της Βουλής
«Προς
Τον κ. Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων Αθήνα. 02/03/2016
Κύριε Πρόεδρε,
Θα ήθελα να σας ενημερώσω προκειμένου στη συνέχεια να ενημερωθούν και οι κ.κ. βουλευτές της Βουλής των Ελλήνων για τα ακόλουθα:
Η Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών κα Γεωργία Τσατάνη υπέβαλε στην κα Εισαγγελέα του Α.Π. τη με αριθμό πρωτ. ΕΠ 43/22-2-2016 αναφορά της στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ότι με δική της πρωτοβουλία με επισκέφθηκε στο γραφείο μου στα μέσα Νοεμβρίου, για να μου εξηγήσει και να λυθούν οι τυχόν παρανοήσεις μετά τις διαρκείς δημοσιογραφικές επιθέσεις εις βάρος της. Οι επιθέσεις αυτές είχαν κατά την αναφορά της κας Τσατάνη μεταφερθεί στη Βουλή με ερώτηση βουλευτών και με τις δηλώσεις μου ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να ανεχθεί δικαστικά πραξικοπήματα. Στη συνέχεια η Εισαγγελέας Εφετών αναφέρει ότι πιεστικά της ζήτησα να επιστρέψει τη δικογραφία κατά του Ανδρέα Βγενόπουλου που αφαίρεσε από την Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς για να τη συσχετίσει με άλλη δικογραφία που χειριζόταν η ίδια. Επίσης αναφέρει ότι την 22-11-2015, περίπου μία εβδομάδα μετά τη συνάντησή μας, της τηλεφώνησα και «σε συμβουλευτικό, δήθεν, ύφος» της συνέστησα να επιστρέψει την ανωτέρω δικογραφία που χειρίζεται στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ξεσπάσει άγριος πόλεμος κ.λπ.
Τέλος, η Εισαγγελέας Εφετών ισχυρίζεται ότι «δεν προέβη εις άμεση υποβολή» της αναφοράς της προκειμένου να μη θεωρηθεί ότι ζητούσε να απεκδυθεί την ευθύνη χειρισμού της υπόθεσης, αλλά την υπέβαλε μόλις αρχειοθέτησε την υπόθεση, χωρίς να ενδώσει σε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση απειλή.
Στα όσα αναφέρει η Εισαγγελέας Εφετών θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα εξής πραγματικά περιστατικά:
Η κα Γεωργία Τσατάνη πράγματι μου τηλεφώνησε και ζήτησε να συναντηθούμε και μάλιστα μου πρότεινε να την επισκεφθώ στο γραφείο της, απογευματινές ή βραδινές ώρες, ή να συναντηθούμε κάπου αλλού και να μην έρθει αυτή στο γραφείο μου, γιατί δεν ήθελε να γίνει γνωστή η συνάντησή μας. Ευγενικά της απάντησα ότι οι όποιες συναντήσεις μου με δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, ως εκ της θέσεώς μου, αρμοδίως και θεσμικά λαμβάνουν χώρα στο γραφείο μου. Παρότι επέμεινε στην αρχική πρότασή της, τελικά με επισκέφθηκε στο γραφείο μου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Στην αρχή της συνομιλίας μας μου ανέφερε ότι δεν γνωριζόμαστε, αλλά οι εισαγγελείς που με γνώριζαν την είχαν διαβεβαιώσει για την καλοσύνη μου και τη συναδελφική αλληλεγγύη που είχα επιδείξει στους συναδέλφους Εισαγγελείς πριν συνταξιοδοτηθώ. Γι' αυτό πήρε την πρωτοβουλία να με συναντήσει, γιατί ήθελε τη βοήθειά μου και τις συμβουλές μου. Μου είπε επίσης ότι με βλέπει ως παλιό συνάδελφο και όχι ως υπουργό και μου ζήτησε να την αντιμετωπίσω και εγώ το ίδιο. Την ευχαρίστησα για τα καλά της λόγια, τη διαβεβαίωσα ότι και εγώ τη θεωρώ συνάδελφο και συμφωνήσαμε μάλιστα να ξεχάσουμε την υπουργική μου ιδιότητα και να μιλάμε στον ενικό. Στη συνέχεια σχεδόν κλαίγοντας ζήτησε τη βοήθειά μου γιατί μερίδα του Τύπου της καταλόγιζε ότι αφαίρεσε παράτυπα δικογραφία κατά του Ανδρέα Βγενόπουλου από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς λίγο πριν ασκηθεί ποινική δίωξη, δήθεν για να τη συσχετίσει με άλλη δικογραφία, με πραγματικό σκοπό να αποτρέψει την άσκηση ποινικής δίωξης.
Επίσης δημοσιεύματα στον Τύπο τής απέδιδαν ότι χειρίσθηκε δικογραφίες που αφορούσαν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και μολονότι ο σύζυγος και η κόρη της ήταν υποψήφιοι βουλευτές της Ν.Δ., δεν δήλωσε αποχή όπως ορίζεται στα σχετικά άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Μου ζήτησε να λυπηθώ την κόρη της που αναφερόταν στα δημοσιεύματα του Τύπου και είχε στοχοποιηθεί, επικαλέσθηκε την αγάπη που και εγώ έχω στα παιδιά μου και μάλιστα μου έδειξε φωτογραφία της κόρης της σε δίπτυχη κάρτα που μάλιστα την άφησε και παραμένει στο γραφείο μου. Επιπλέον μου ανέφερε ότι φοβάται μήπως της ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, διότι αυτό θα εμπόδιζε την προαγωγή της, την οποία ανέμενε σε λίγους μήνες.
Της απάντησα ότι αντιλαμβάνομαι τη δύσκολη θέση της, ότι θα τη βοηθήσω όσο μπορώ, πρόθεση που επανειλημμένως έχω εκφράσει δημοσίως για όλους τους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς και ότι δεν επιθυμώ η θητεία μου, ως υπουργού, να συνδεθεί με πειθαρχική δίωξη εναντίον πρώην συναδέλφου μου. Της συνέστησα όμως να είναι προσεκτική στο μέλλον, διότι η νομική μου άποψη ήταν ότι και τη δικογραφία δεν έπρεπε να ζητήσει από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς και έπρεπε να έχει κάνει δηλώσεις αποχής για υποθέσεις που είχαν σχέση με στελέχη της Νέας Δημοκρατίας.
Πράγματι δε, της επεσήμανα ότι η νομική μου άποψη ήταν να επιστρέψει τη δικογραφία στην Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς ως μόνη αρμόδια σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 4022/2011 και 4139/2013 και τη σχετική εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συνεπώς η εκφορά της νομικής μου άποψης, απευθυνόμενος στην κα Τσατάνη, κατά την επιδιωχθείσα από την ίδια συνάντησή μας, για την αποκλειστική αρμοδιότητα για την έρευνα της υπόθεσης από την Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς και συνεπώς την αναγκαιότητα, συμφωνά με τον νόμο, της επιστροφής της δικογραφίας στην αρμόδια Εισαγγελέα, δεν υποκρύπτει την παραμικρή υπόνοια παρέμβασής μου ή επηρεασμού της δικανικής της άποψης. Επισημαίνω δε ότι απέφυγα οποιαδήποτε συζήτηση για την ουσία της υπόθεσης και δεν διατύπωσα άποψη για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή αρχειοθέτηση της δικογραφίας.
Συζήτηση έγινε και για τις δηλώσεις αποχής, που επίσης κατά τη νομική μου άποψη, έπρεπε να είχε υποβάλει, αλλά επειδή πρόκειται για ιδιωτική συνομιλία και μάλιστα μετά από παράκληση της συνομιλήτριάς μου να τη βοηθήσω, οι αρχές μου και ο χαρακτήρας μου δεν μου επιτρέπουν να αποκαλύψω το πλήρες περιεχόμενό της προς το παρόν και θα αναφερθώ στο μέλλον αν απαιτηθεί. Στο τέλος, η κα Τσατάνη μού είπε ότι θα σκεφθεί όσα συζητήσαμε και ζήτησε να ξαναμιλήσουμε και τώρα που γνωριστήκαμε να κρατήσουμε επαφή.
Πράγματι μετά από λίγες ημέρες της τηλεφώνησα και εκείνη επικαλούμενη ότι ήταν καθ' οδόν προς την οικία της, όπως αναφέρει και στην αναφορά της, μου τηλεφώνησε η ίδια σε λίγα λεπτά, οπότε και της επανέλαβα τα ίδια που της είχα πει στο γραφείο μου και εκείνη μου είπε και πάλι ότι θα σκεφθεί τι θα πράξει. Πρέπει να επισημανθεί ότι η κα Τσατάνη ισχυρίζεται στην αναφορά της ότι έχει αποδεικτικά στοιχεία για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες μας. Δεν διευκρινίζει όμως εάν έχει κρατήσει τις εκατέρωθεν κλήσεις ή έχει μαγνητοφωνήσει την ιδιωτική μας συνομιλία κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 370Α Π.Κ. Πάντως η αναγραφή δήθεν φράσεών μου στο κείμενο της αναφοράς της εντός εισαγωγικών και με χρήση αποσιωπητικών, υπό μορφή απομαγνητοφωνημένου κειμένου, και μάλιστα 3 μήνες μετά τη συνομιλία μας, οδηγεί ευθέως στο συμπέρασμα ότι η Εισαγγελίας Εφετών διαθέτει πολύ δυνατή μνήμη.
Στο σημείο αυτό θέλω να διευκρινίσω ότι με μεγάλη λύπη αναφέρομαι σε όσα συζητήσαμε ιδιωτικά με την κα Τσατάνη και εξ αυτού του λόγου περιορίζομαι να απαντήσω αποκλειστικά και μόνο σε όσα αποκάλυψε η ίδια. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ουδέποτε αναφέρθηκα στο πρόσωπο της κας Τσατάνη δημοσίως ή ιδιωτικώς, ουδέποτε δήλωσα ή υπονόησα ότι συμμετέχει σε δικαστικά πραξικοπήματα και αγνοώ για ποιο λόγο θεώρησε ότι τα δικαστικά πραξικοπήματα την αφορούν προσωπικά.
Είναι κατ' αρχάς γνωστό ότι εγώ για πρώτη φορά αναφέρθηκα σε επαπειλούμενα δικαστικά πραξικοπήματα την 27-11-2015, σε ομιλία μου στη Βουλή των Ελλήνων. Είναι επομένως εντελώς ανυπόστατος ο ισχυρισμός της Εισαγγελέως ότι στα μέσα Νοεμβρίου ζήτησε να συναντηθούμε για να της εξηγήσω και να λυθούν οι τυχόν παρεξηγήσεις για δηλώσεις που δεν είχα ακόμη κάνει και όταν τις έκανα, όπως προαναφέρω, δεν αφορούσαν την κα Τσατάνη.
Μετά τη συνάντησή μου με την Εισαγγελέα Εφετών μεσολάβησε η αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου και η συνέντευξή του, όπου εκφράσθηκε με επαινετικούς χαρακτηρισμούς για την κα Τσατάνη. Είναι σαφές ότι η Εισαγγελέας Εφετών παραδέχεται μεν ότι η ίδια αιτήθηκε τη συνάντησή μας, αλλά αισθάνεται αμήχανα ως προς τα προφανή κίνητρά της, δηλαδή, μεταξύ άλλων, την αποφυγή πειθαρχικού ελέγχου για τις υπηρεσιακές της ενέργειες. Η αμηχανία αυτή την αναγκάζει να επινοεί αιτιολόγηση της πρωτοβουλίας της για τη συνάντησή μας που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και καταρρίπτεται από την κοινή λογική. Δεν θέλω να πιστέψω ότι υπάρχουν άλλα κίνητρα.
Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι για την αφαίρεση της δικογραφίας από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς λίγο πριν την άσκηση της δίωξης είχαν υπάρξει δημοσιεύματα, προγενέστερα της συνάντησής μας, και επομένως δεν είχα ενημερωθεί από την κα Ράικου, όπως υπονοεί η κα Τσατάνη, ούτε είχε παραβιασθεί το απόρρητο και η μυστικότητα της προκαταρκτικής εξέτασης. Η Εισαγγελέας Εφετών ουδέποτε με κατηγόρησε για «απόπειρα παραβίασης του απορρήτου» κατά τη συνάντησή μας, ενόσω δηλαδή καταπτοημένη και μεταξύ συναισθηματικών εξάρσεων ζητούσε τη βοήθειά μου. Η δε σχετική περικοπή της αναφοράς της δεν είναι αληθής.
Αποδεικνύει δε πλήρως την έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά μου και την μη περαιτέρω ενασχόλησή μου με την υπόθεση το γεγονός ότι η ίδια αιτήθηκε τη συνάντησή μας, η ίδια αναφέρθηκε στην υπόθεση και μου ζήτησε τις συμβουλές μου, ενώ εγώ κατά τα λεγόμενα της ίδιας της κας Τσατάνη δεν ζήτησα καμιά πληροφορία για την ουσία της υπόθεσης και δεν υπέδειξα την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι δεν κινήθηκε εις βάρος της κας Τσατάνη καμιά πειθαρχική διαδικασία παρά εκφρασμένους από την ίδια κατά τη συνάντησή μας φόβους και δεν επεδίωξα μέχρι σήμερα καμιά περαιτέρω επικοινωνία μαζί της.
Αξιοσημείωτο επίσης είναι, ότι η κα Τσατάνη στην αναφορά της ισχυρίζεται, ότι καθυστέρησε την υποβολή της για να μη θεωρηθεί, ότι ζητούσε να απεκδυθεί την ευθύνη χειρισμού της δικογραφίας. Είναι επομένως προφανής τόσο η επιμέλεια όσο και το ενδιαφέρον της να ολοκληρώσει η ίδια την προκαταρκτική έρευνα.
Είμαι βαθύτατα απογοητευμένος από τη συμπεριφορά της κας Τσατάνη και λυπάμαι ειλικρινά γιατί με ανάγκασε κατά παράβαση των αρχών μου να αποκαλύψω λίγες πτυχές από την ιδιωτική συζήτηση που είχα μαζί της, μετά από δικό της αίτημα, προκειμένου να τη βοηθήσω και να τη συμβουλεύσω. Εύχομαι ολόψυχα να μην αναγκασθώ να αποκαλύψω όλη τη συζήτησή μας.
Τέλος, πρέπει να επισημάνω και ορισμένες αξιοπερίεργες συμπτώσεις στην υπόθεση αυτή. Συγκεκριμένα στην από 24-2-2016 επιστολή του προς εμένα ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας μεταξύ άλλων αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Σύμφωνα με την προαναφερθείσα χθεσινή ανακοίνωση του κ. Βγενόπουλου, την Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016, η κα Τσατάνη περάτωσε την Προκαταρκτική Εξέταση, την οποία διεξήγαγε και με σχετική Διάταξη της υπό στοιχεία 1/22-2-2016, αποφάνθηκε ότι δεν προέκυψαν οποιεσδήποτε ενδείξεις περί διάπραξης αδικημάτων και ότι η όλη υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι «εκ συμπτώσεως», κατά την ίδια ημερομηνία ο κ. Βγενόπουλος, ως είχε προκαθοριστεί, εμφανίστηκε ενώπιον της 10ης Ανακρίτριας κας Μ. Ευαγγέλου για ανάκριση, αρνούμενος και πάλι να ανακριθεί. Επικαλέστηκε δε, όπως πληροφορούμαι από τις Κυπριακές ανακριτικές Αρχές, τη Διάταξη της κας Τσατάνη, η οποία φαίνεται να μην είχε μέχρι εκείνη την ώρα εκδοθεί.
Απ' ό,τι πληροφορούμαι επιστολή με το ίδιο περιεχόμενο έχει σταλεί από το Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην κα Πρόεδρο του Αρείου Πάγου.
Την ημέρα που έδωσε συνέντευξη ο Ανδρέας Βγενόπουλος εξυμνώντας την κα Τσατάνη και κατηγορώντας εμένα με ανακριβή στοιχεία και αβάσιμους συνειρμούς και εικασίες, διαβιβάσθηκε συμπτωματικά στον Υπουργό Δικαιοσύνης η αναφορά της κας Τσατάνη από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.
Με την παρούσα επιστολή μου αναφέρομαι μόνο στα πραγματικά γεγονότα και δεν ασχολούμαι καθόλου με το νομικό μέρος της αναφοράς σε βάρος μου. Οσο είναι ηθικά ανεπίτρεπτη η αποκάλυψη και η προσπάθεια ποινικοποίησης μιας ιδιωτικής συνομιλίας που έγινε με πρωτοβουλία της κας Τσατάνη, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια και συμβουλές, άλλο τόσο είναι και νομικά αβάσιμη, εφ' όσον δεν προκύπτει η ελαχίστη αναφορά για δήθεν παρέμβασή μου ως προς την ουσία της υπόθεσης και την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή την αρχειοθέτηση της δικογραφίας. Δυστυχώς η πείρα μου και οι νομικές μου γνώσεις μού επιτρέπουν να έχω σχηματίσει ασφαλή εκτίμηση και κρίση για τα κίνητρα και τους σκοπούς της κας Τσατάνη.
Είμαι βέβαιος ότι κάθε νοήμων άνθρωπος μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Με τιμή,
Δημήτρης Παπαγγελόπουλος
Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
ΝΔ: Κάτω τα χέρια από τη δικαιοσύνη κ. Τσίπρα
Ο Εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, Βουλευτής Β' Αθηνών, κ. Γιώργος Κουμουτσάκος, σε συνέχεια δημοσιευμάτων αλλά και των σχετικών δηλώσεων του Υπουργού Αναπληρωτή Δικαιοσύνης κ. Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Οι σημερινές σοβαρότατες αποκαλύψεις επιβεβαιώνουν τις χειρότερες υποψίες μας.
Η υπό τον κ. Τσίπρα ομάδα εξουσίας σταθερά επιχειρεί να εγκαθιδρύσει κομματικό κράτος και σύστημα απροκάλυπτης χειραγώγησης της Δικαιοσύνης. Η επίκληση της μόνιμης δικαιολογίας περί "διαπλοκής" μόνον ως ομολογία πράξεων ωμής κατάργησης της διάκρισης των εξουσιών ακούγεται.
Ουδείς πείθεται.
Πόσο μάλλον που ο δήθεν διώκτης αποκαλύπτεται κρυφός και κατά συρροήν συνομιλητής εκείνων που ο ίδιος δημόσια καταγγέλλει.
Ζητάμε την άμεση διαβίβαση στη Βουλή των Ελλήνων της υπόθεσης των παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη από τον αρμόδιο Υπουργό Αναπληρωτή της! Ζητάμε επίσης την άμεση σύγκλιση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας για να απαντήσει η Κυβέρνηση στα καταλυτικά ερωτήματα που έχουν προκύψει.
Η Νέα Δημοκρατία δε θα επιτρέψει τη χειραγώγηση και τρομοκράτηση της Δικαιοσύνης. Και προειδοποιεί: Κάτω τα χέρια από τη Δικαιοσύνη κ. Τσίπρα».
Η ανακοίνωση του ΠΑΣΟΚ
«Η καταγγελία της εισαγγελικής λειτουργού για τις παρεμβάσεις του κ. Παπαγγελόπουλου στο έργο της δεν έπεσε ως κεραυνός ένα αιθρία.
Είναι φανερό ότι αν ισχύουν όσα καταγγέλθηκαν, επιβεβαιώνουν όσα ακούγονται για παρεμβάσεις του Αν. Υπουργού και προσπάθεια χαλιναγώγησης της ελεύθερης βούλησης των δικαστικών λειτουργών και μάλιστα με τρόπο προκλητικό.
Είναι πρόσφατες οι δημόσιες απειλές του περί δήθεν δικαστικού πραξικοπήματος.
Ο κ. Παπαγγελόπουλος είναι γνωστό ότι και κατά το παρελθόν έβαζε το «δεξί» τότε χέρι του με παρόμοιο τρόπο.
Σήμερα έχει ως φαίνεται αναλάβει την υλοποίηση της επικίνδυνης και καθεστωτικής αντίληψης του ΣΥΡΙΖΑ για την δικαιοσύνη.
Αυτό δεν μπορεί και δεν θα γίνει αποδεκτό».
Ποτάμι: Πρωτοφανείς προσπάθειες χειραγώγησης της Δικαιοσύνης
Οι συνεχείς, απροκάλυπτες και πρωτοφανείς προσπάθειες χειραγώγησης της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν έχουν τέλος, τονίζει το Ποτάμι.
Οπως αναφέρει στην ανακοίνωσή του η ωμή παρέμβαση του αν. Υπουργού Δικαιοσύνης και δυστυχώς πρώην δικαστικού λειτουργού, που προσπάθησε, με απειλές, πιέσεις και μεθόδους που θυμίζουν άλλες εποχές, να επιβάλει στην εισαγγελέα Εφετών τη θέληση της Κυβέρνησης για δικογραφία που χειριζόταν, δεν συνιστά μόνον νομικό ατόπημα αλλά και επικίνδυνη θεσμική εκτροπή και δείχνει με κυνικό τρόπο ότι η κυβέρνηση έχει καθεστωτική αντίληψη για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, τη θέλει απολύτως ελεγχόμενη και τους δικαστικούς λειτουργούς απολύτως υπάκουους.
Είναι πλέον πρόδηλο πού στόχευε η προειδοποίηση πριν από λίγες μέρες του ίδιου υπουργού για ''δικαστικά'' δήθεν ''πραξικοπήματα'' και την εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας αντιμετώπισή τους.
Η Δικαιοσύνη, ο θεματοφύλακας του κράτους δικαίου, μετά και την πρόσφατη, αδιανόητη, νομοθετική επιλογή της Κυβέρνησης να έχει πειθαρχική εξουσία στο σύνολο των δικαστών και εισαγγελέων η ίδια η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, βρίσκεται σε πρωτόγνωρη αναστάτωση, αναβρασμό και κρίση.
Τα όσα συμβαίνουν στον χώρο της δικαιοσύνης και οι απροκάλυπτες κυβερνητικές παρεμβάσεις, που παραβιάζουν το σύνταγμα, τη διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, παραπέμπουν σε ολοκληρωτικό καθεστώς και όχι σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος δικαίου. Το Ποτάμι θα σταθεί απέναντι στα κυβερνητικά σχέδια και καλεί όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις να κάνουν το ίδιο», καταλήγει η ανακοίνωση.
Παρεμβάσεις από βουλευτές και τον Λ. Ρακιντζή
Παρεμβάσεις για το θέμα έκαναν πολιτικοί από το ΣΥΡΙΖΑ και τη Δημοκρατική Συμπαράταξη αλλά και ο τέως επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρος Ρακιντζής.
Ο κ. Ρακιντζής, κληθείς να σχολιάσει τη μηνυτήρια αναφορά της εισαγγελέως Γ. Τσατάνη σε βάρος του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλου για ευθεία παρέμβαση στο έργο της με τη μορφή απειλής, ο κ. Ρακιντζής ανέφερε:
«Παρακολουθώ το δημόσιο βίο περίπου 60 χρόνια. Πρώτη φορά γίνεται καταγγελία εκ μέρους δικαστού για ανάμειξη υπουργού. Καταγγελία δεν έχει γίνει ποτέ».
Από την πλευρά του, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Κ. Χρυσόγονος είπε ότι δικαστές και εισαγγελείς δεν πρέπει να έχουν επαφές με κανέναν όσο χειρίζονται υποθέσεις και ότι ακόμη κι αν ένας υπουργός καλέσει έναν εισαγγελέα, αυτός πρέπει να του το κλείσει.
"Στην Ελλάδα μιλούν όλοι με όλους και για όλα. Αυτό είναι λάθος. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς για υποθέσεις τις οποίες χειρίζονται και όσο οι υποθέσεις αυτές είναι εκκρεμείς δεν πρέπει να μιλούν με κανέναν. Ούτε με βουλευτές, ούτε με υπουργούς, ούτε με άλλους δικαστές, ούτε καν με την οικογένειά τους", είπε χαρακτηριστικά. Τόνισε ακόμη ότι πρέπει να θωρακιστεί θεσμικά η δικαστική ανεξαρτησία.
Την παραίτηση του Δ. Παπαγγελόπουλου ζήτησε από την πλευρά της η βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Εύη Χριστοφιλοπούλου.
"Είναι υπουργός Δικαιοσύνης και θα πάει η δικογραφία στη Βουλή και θα καθίσει στη θέση του; Η στοιχειώδης πολιτική ευθιξία, που πιστεύω να την έχει και να παραιτηθεί. Αν δεν την έχει, φαίνεται ότι ο ίδιος δεν έχει καθόλου την έννοια της συνείδησης", δήλωσε.
Ο κ. Ε. Βενιζέλος μέσω ανακοίνωσής του μιλά για «εικόνα ανεπίτρεπτων παρεμβάσεων και επίδειξης "πανοπτικού" ελέγχου στη Δικαιοσύνη».
Όπως τονίζει «προκύπτουν μεγάλα θεσμικά ζητήματα από τις παραδοχές που έχει ήδη κάνει ο κ. αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης με κοινοβουλευτικές και άλλες δημόσιες τοποθετήσεις του και με τα όσα ο ίδιος δήλωσε αντικρούοντας την αναφορά της εισαγγελέως εφετών Αθηνών της οποίας προφανώς έλαβε γνώση πριν διαβιβαστεί στη Βουλή:
- Συνομολογεί ότι παρακολουθεί ποινικές προδικασίες που είναι κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μυστικές και την πορεία δικογραφιών που εκκρεμούν στη εισαγγελία όχι για λόγους διοίκησης της δικαιοσύνης αλλά επί της ουσίας.
- Επαινεί ή ψέγει δημόσια ενέργειες ή ακόμη και απλές προθέσεις εισαγγελικών λειτουργών που βεβαίως δεν δικαιούται να γνωρίζει με νόμιμο τρόπο και τις οποίες ταυτοχρόνως γνωρίζουν επιλεγμένα έντυπα ή ηλεκτρονικά ΜΜΕ.
- Έχει προτιμήσεις για το ποιοι εισαγγελικοί λειτουργοί θα χειριστούν υποθέσεις για τις οποίες εκδηλώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι στο αφηρημένο πλαίσιο κατηγορίας υποθέσεων αλλά συγκεκριμένα και ειδικά.
- Εκδηλώνει τη συμφωνία ή τη διαφωνία του με την κίνηση πειθαρχικών διαδικασιών κατά εισαγγελικών λειτουργών όταν έχει ήδη επιληφθεί ο δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός που είναι πειθαρχικός προϊστάμενος τους.»
Βγενόπουλος: Η υπόθεση δεν είναι πλέον πολιτική αλλά ποινική
Για «απροκάλυπτες επεμβάσεις στη Δικαιοσύνη εις βάρος του» μιλά ο Ανδρέας Βγενόπουλος, σε ανακοίνωση που εξέδωσε στη σκιά των τελευταίων αποκαλύψεων.
Αναρωτιέται «ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται από αυτές τις παράνομες επεμβάσεις και με τι κίνητρα γίνονται, όταν μάλιστα τα ποσά που διακυβεύονται μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων είναι τεράστια». Σημειώνει ότι ο «αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Δ. Παπαγγελόπουλος ελέγχεται πλέον για την διάπραξη πολύ σοβαρών ποινικών αδικημάτων», ενώ επαναλαμβάνει ότι παρά τα στοιχεία που διαθέτει «δεν μου έχει ζητηθεί ακόμη να καταθέσω αρμοδίως»
Αναλυτικά:
«Μετά τις καταγγελίες της αρμοδίας Εισαγγελέως Εφετών που είδαν το φως της δημοσιότητας, τις αποκαλύψεις και τα στοιχεία που παρουσίασα σε πρόσφατη συνέντευξη τύπου, αλλά και τα στοιχεία που διαθέτω και παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις μου δεν μου έχει ζητηθεί ακόμη να καταθέσω αρμοδίως, ο Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Δ. Παπαγγελόπουλος ελέγχεται πλέον για τη διάπραξη πολύ σοβαρών ποινικών αδικημάτων.
Μάλιστα με την επιστολή που ο ίδιος απέστειλε στον κ. Πρόεδρο της Βουλής, προφανώς χωρίς να συμβουλευθεί ένα καλό ποινικολόγο, ήδη ομολογεί ένα μέρος των εναντίον του κατηγοριών που, σε συνδυασμό με πράξεις που επακολούθησαν, θα αξιολογηθούν κατά την διάρκεια της ποινικής του διευρεύνησης.
Στα πλαίσια αυτά οι πολιτικές ξυλινολογίες του τύπου «η διαπλοκή ψυχορραγεί» κ.λπ. είναι άνευ αντικειμένου, διότι η υπόθεση δεν είναι πλέον πολιτική αλλά ποινική.
Σε προσωπικό επίπεδο θα ήθελα να εκφράσω τη θλίψη μου για τις απροκάλυπτες επεμβάσεις στην Δικαιοσύνη εις βάρος μου, σε μία περίοδο μάλιστα όπου η MIG, από την οποία ζουν αμέσως ή εμμέσως 30.000 οικογένειες, διεκδικεί νομίμως από την Κυπριακή Δημοκρατία ποσόν άνω του 1 δισ. ευρώ, ενώ η ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ με την έγκριση της «φίλης» Κυπριακής Κυβέρνησης διεκδικεί από την Ελληνική Δημοκρατία περίπου 4 δισ. ευρώ.
Ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται από αυτές τις παράνομες επεμβάσεις και με τι κίνητρα γίνονται, όταν μάλιστα τα ποσά που διακυβεύονται μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων είναι τεράστια;».