«Η καλύτερη εγγύηση για την αποφυγή νέας ανακεφαλαιοποίησης (των ελληνικών τραπεζών) είναι να ανακάμψει η οικονομία με βάση την εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και να αντιμετωπιστεί με αποφασιστικότητα από τις τράπεζες το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Αυτό επισημαίνει σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Αγορά» η πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Ντάνιελ Νουί, μεταδίδει το ΑΠΕ.
Ωστόσο, η κ. Νουί δηλώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα εξαιρεθούν από τα εφετινά πανευρωπαϊκά stress tests, διότι η συνολική αξιολόγηση που διενεργήθηκε από την ΕΚΤ το 2015 ήταν αυστηρή και οι παραδοχές στις οποίες βασίστηκε το σενάριο δυσμενών εξελίξεων ήταν επαρκώς συντηρητικές και ενδεδειγμένες για την τρέχουσα κατάσταση. «Η άσκηση αυτή», δηλώνει, «ήταν στην πραγματικότητα ακόμη αυστηρότερη από ένα αμιγές stress test».
Ερωτηθείσα εάν θα απαιτηθούν περισσότερα κεφάλαια για την υλοποίηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης των τραπεζών και εάν έχει αποκλειστεί δια παντός το «κούρεμα» των καταθέσεων, η κ. Νουί δηλώνει ότι «τα σχέδια κάλυψης των κεφαλαιακών αναγκών έχουν υλοποιηθεί· επομένως δεν υπάρχει ανάγκη πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων.
Από αυτήν την άποψη είμαστε εντάξει και άρα δεν υπάρχει λόγος να θεωρήσει κανείς ότι απαιτείται "κούρεμα" καταθέσεων αφού δεν χρειάζεται ανακεφαλαιοποίηση. Ωστόσο, η καλύτερη εγγύηση για την αποφυγή νέας ανακεφαλαιοποίησης είναι να ανακάμψει η οικονομία με βάση την εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και να αντιμετωπιστεί με αποφασιστικότητα από τις τράπεζες το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Σχετικά με την επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, η υψηλόβαθμη αξιωματούχος της ΕΚΤ αναφέρει ότι «λόγω του μεγέθους του προβλήματος, θα πρέπει να εξεταστούν όλες οι διαθέσιμες επιλογές. Ένα μέρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να αντιμετωπιστεί εντός των ισολογισμών των τραπεζών. Μερικά άλλα θα μπορούσαν να πωληθούν. Πρέπει να εξεταστούν όλες οι δυνατότητες, καθώς έχουμε ποικίλες περιπτώσεις δανείων, όπως δάνεια σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις ή δάνεια σε ιδιώτες».
Σύμφωνα με την κ. Νουί, «διαφορετικές περιπτώσεις μπορεί να χρειάζονται διαφορετικές προσεγγίσεις και θα πάρει χρόνο για να διορθωθεί αυτή η κατάσταση. Οπότε, όταν έχεις να κάνεις ένα μεγάλο ταξίδι, είναι καλό να ξεκινήσεις νωρίς».
Προσθέτει δε, ότι «το νομικό και δικαστικό πλαίσιο πρέπει όντως να προσαρμοστεί, ούτως ώστε οι τράπεζες να διευκολυνθούν στο έργο τους, που είναι να παρέχουν χρηματοδότηση στην οικονομία και να συμβάλουν στην ανάπτυξη».
Αναφορικά με τη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, η κ. Νουί επισημαίνει ότι «το ELA (παρότι έχει μειωθεί) εξακολουθεί να αποτελεί για αυτές μια σημαντική και ακριβή πηγή χρηματοδότησης που μπορεί να μειωθεί με την προσέλκυση καταθέσεων και την ενίσχυση της πρόσβασης των τραπεζών σε χρηματοδότηση μέσω των αγορών.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί είναι επομένως απαραίτητη».
Τέλος, για το ποια κριτήρια θα εφαρμοστούν στην αξιολόγηση των μελών των διοικητικών συμβουλίων των ελληνικών τραπεζών, η οποία εκκρεμεί, η πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ αναφέρει συγκεκριμένα ότι «η αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών των διοικητικών συμβουλίων και της ισορροπημένης σύνθεσης αυτών των συμβουλίων διενεργείται από τους εποπτικούς φορείς, με βάση την οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD IV) και τους κανόνες σχετικά με την καταλληλότητα των μελών των διοικητικών συμβουλίων που έχουν μεταφερθεί στην ελληνική νομοθεσία.
Μέρος της ελληνικής εθνικής νομοθεσίας είναι ο νέος νόμος για το ΤΧΣ που προβλέπει κριτήρια για την αξιολόγηση των μελών των διοικητικών συμβουλίων».