Σε περιπέτειες φαίνεται ότι μπαίνει η καλωδιακή διασύνδεση της Κρήτης. Ο ΑΔΜΗΕ, ως φορέας υλοποίησης του έργου, ενώ προκρίνει ως καταλληλότερη λύση τη «μεγάλη» διασύνδεση με την Αττική, με την οποία θα διακοπεί η λειτουργία των τοπικών πετρελαϊκών μονάδων (επιβαρύνουν τους καταναλωτές με 300-400 εκατομμύρια τον χρόνο), στο δεκαετές πρόγραμμά του δείχνει ότι ευνοεί μια νέα λύση υπέρ της οποίας τάσσονται στελέχη του και την ονομάζει «Διασύνδεση Εξοικονόμησης» με Πελοπόννησο.
Με την πρόσθετη λύση, που θεωρητικά θα έχει μικρό κόστος, θα συνεχίσει να λειτουργεί ο σταθμός των Λινοπεραμάτων στο Ηράκλειο, άρα οι καταναλωτές θα επιβαρύνονται και πάλι με κόστος καυσίμων, έστω και μικρότερο, ενώ όπως αναφέρεται στο δεκαετές πρόγραμμα του ΑΔΜΗΕ, η «διασύνδεση εξοικονόμησης σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συναρτάται με το έργο της Διασύνδεσης της Κρήτης με το Ηπειρωτικό Σύστημα, το οποίο σχεδιάζεται και υλοποιείται ανεξάρτητα».
Δηλαδή η Κρήτη σε λίγα χρόνια θα έχει δύο υποβρύχιες διασυνδέσεις. Μία με Αττική και μία με Πελοπόννησο, αξίας αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων η καθεμία, οι οποίες, αν και όταν κατασκευαστούν και λειτουργήσουν, θα υποχρησιμοποιούνται.
Ειδικότερα, για τη διασύνδεση της Κρήτης με την Αττική, το δεκαετές πρόγραμμα του ΑΔΜΗΕ αναφέρει ότι από την ανάλυση του έργου βάσει πολλαπλών κριτηρίων που χρησιμοποίησε, προκύπτει ότι το βέλτιστο μέγεθος διασύνδεσης είναι της τάξης των 700 μεγαβάτ (2x350), τόσο από τεχνο-οικονομικής πλευράς, όσο και από πλευράς τεχνικών περιορισμών.
Για τέτοιο μέγεθος ισχύος, καταλληλότερη είναι η σύνδεση με χρήση τεχνολογίας συνεχούς ρεύματος, που αφενός είναι ώριμη και αφετέρου, δεν θα απαιτήσει μεγάλες εγκαταστάσεις αντιστάθμισης.
Με αυτές τις παραδοχές, η λύση της διασύνδεσης της Κρήτης προς την Αττική φαίνεται να πλεονεκτεί έναντι εκείνης προς την Πελοπόννησο ως προς τη χωροθέτηση των σημείων σύνδεσης (λιγότερα έργα ενίσχυσης, απουσία εναέριων τμημάτων γραμμών μεταφοράς, μικρότερες δυσκολίες στην αδειοδότηση) και την εξασφάλιση της ίδιας ικανότητας διακίνησης ισχύος και προς τις δύο κατευθύνσεις, αλλά υστερεί ως προς το θέμα του κόστους.
Η συγκεκριμένη λύση όπως και άλλες που εξέτασε ο ΑΔΜΗΕ παρουσιάζουν τα μειονεκτήματα της μη ασφαλούς εκτίμησης κόστους (καθώς οι εγκαταστάσεις με τα τεχνικά χαρακτηριστικά εκείνων που απαιτούνται για τη διασύνδεση της Κρήτης δεν είναι διεθνώς τυποποιημένες) και της δυσκολίας υλοποίησης της υποβρύχιας διαδρομής.
Θεωρώντας ως δεδομένο το ούτως ή άλλως υψηλό κόστος, ο ΑΔΜΗΕ εκτιμά ότι θα βρεθεί τρόπος αυτό να καλυφθεί μέσω κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων, οπότε, η λύση που προκρίνει ο ΑΔΜΗΕ συνίσταται στη διασύνδεση της Κρήτης από την Αττική με σύνδεσμο Συνεχούς Ρεύματος 700 μεγαβάτ (2Χ350).
Η «Διασύνδεση Εξοικονόμησης»
Για τη διασύνδεση αυτή το δεκαετές, αφού αναλύει τα χαρακτηριστικά της και τα πλεονεκτήματά της λόγω μικρότερου μεγέθους, κόστους και γρηγορότερης υλοποίησης, σημειώνει ότι το έργο αυτό θα συμβάλει στην εξοικονόμηση σημαντικών πόρων και εξ αυτού του λόγου χαρακτηρίζεται ως έργο «Διασύνδεσης Εξοικονόμησης», δεδομένου ότι δεν αποτελεί την τελική λύση της διασύνδεσης Κρήτης.
Συμπερασματικά, ο ΑΔΜΗΕ προτείνει την ένταξη στο Δεκαετές «ενός επιπλέον έργου διασύνδεσης της Κρήτης από την Πελοπόννησο με σύνδεσμο εναλλασσόμενου ρεύματος 200 MVA, ως «Διασύνδεση Εξοικονόμησης»
της Κρήτης.
Επισημαίνεται ότι η «Διασύνδεση Εξοικονόμησης» σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συναρτάται με το έργο της Διασύνδεσης της Κρήτης με το Ηπειρωτικό Σύστημα, το οποίο σχεδιάζεται και υλοποιείται ανεξάρτητα».