Προετοιμασμένη για τα χειρότερα εισέρχεται στις διαπραγματεύσεις με τους επικεφαλής των θεσμών η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας. Οι διαρροές όλων των προηγούμενων ημερών έχουν σίγουρα θορυβήσει τον κ. Κατρούγκαλο, καθώς πληθαίνουν οι πληροφορίες που θέλουν τους δανειστές και κυρίως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) να ζητούν με επιτακτικό τρόπο περικοπές και στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις.
Επίσημες αντιδράσεις δεν υπάρχουν, γεγονός που προκαλεί εντύπωση στα περισσότερα υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη, τα οποία ακούνε κι αυτά από πληροφορίες το «πολεμικό κλίμα». Ο υπουργός Εργασίας, πάντως, θα έχει την πρώτη επίσημη επαφή με τους επικεφαλής του κουαρτέτου πιθανότατα την Τετάρτη ή Πέμπτη.
Θα έχουν προηγηθεί συναντήσεις των τεχνικών κλιμακίων με τον Γενικό Γραμματέα Κοινωνικής Ασφάλισης Νίκο Φράγκο, κατά τις οποίες αναμένεται να τεθούν οι βάσεις της κεντρικής διαπραγμάτευσης. Και αυτό γιατί θα μπουν στο τραπέζι τα δημοσιονομικά στοιχεία της μεταρρύθμισης καθώς και οι πρώτες αναλογιστικές προβολές των προτεινόμενων αλλαγών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Κατά τις συναντήσεις της προηγούμενης εβδομάδας, ολοκληρώθηκε η λέξη προς λέξη «ανάγνωση» του σχεδίου και πλέον, η μεγάλη μάχη αναμένεται να δοθεί εντός της εβδομάδας, και πιθανότατα για αρκετές εβδομάδες ακόμη (και μετά την αποχώρηση των επικεφαλής του κουαρτέτου των δανειστών) στο πεδίο των μετρήσιμων στοιχείων, των αναλογιστικών προβολών και εν κατακλείδι στο κατά πόσο επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι του προγράμματος.
Οι συνεχείς ερωτήσεις των τεχνικών κλιμακίων για την προσωπική διαφορά και το δημοσιονομικό κόστος της εφαρμογής της συνηγορούν στο ότι η διαπραγμάτευση θα είναι δύσκολη, εφόσον η κυβέρνηση επιμείνει στην «κόκκινη γραμμή» της να μη μειώσει ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι διαρροές που δεν επιβεβαιώνονται όμως επίσημα, ούτε από το εσωτερικό, ούτε από το εξωτερικό, για απαιτήσεις μειώσεων στις ήδη καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις κατά 15%.
Θεωρείται δεδομένο ότι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα τεθεί, με το καλημέρα, ο στόχος δημοσιονομικής προσαρμογής κατά 1% του ΑΕΠ το 2016 (1,8 δισ. ευρώ) και κατά 1,5% έως το τέλος του 2019, ενώ θα συζητηθεί και η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος και συγκεκριμένα εάν η συνταξιοδοτική δαπάνη διατηρείται εντός στόχου. Να σημειωθεί ότι το 2010 είχε συμφωνηθεί ότι το ύψος των δαπανών για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν πρέπει να αυξηθεί πάνω από 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, με έτος αναφοράς το 2009. Οι εκπρόσωποι του υπουργείου Εργασίας θα υποστηρίξουν ότι η δαπάνη για συντάξεις και ΕΚΑΣ το 2009 ήταν 13,5% του ΑΕΠ και ότι με την προωθούμενη μεταρρύθμιση δεν θα υπερβαίνει το 16% του ΑΕΠ έως το 2060.
Οι εισφορές και οι επικουρικές
Το ύψος των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων συνδέεται άμεσα με μια δεύτερη, δύσκολη μάχη που αναμένεται να δοθεί στο θέμα της αύξησης των εισφορών στους μισθωτούς. Στην περίπτωση που οι πιστωτές δεν δεχθούν αύξηση ή δεχθούν μικρότερη από 1,5 μονάδα που προτείνει η ελληνική πλευρά, στο στόχαστρο θα μπουν οι επικουρικές συντάξεις. Άλλωστε, το ΕΤΕΑ βρίσκεται αντιμέτωπο με έλλειψη ρευστότητας, και κάθε μήνα προχωρά σε ρευστοποίηση περιουσίας προκειμένου να καταβάλλει συντάξεις, καθώς δεν επιτρέπεται η χρηματοδότησή του από τον κρατικό προϋπολογισμό. Κάτι που, σύμφωνα με πληροφορίες, τα τεχνικά κλιμάκια ζητούν να επαναβεβαιωθεί και στο προωθούμενο σχέδιο νόμου.
Το σενάριο του πλαφόν
Τις τελευταίες ημέρες, και καθώς οι πληροφορίες για «υπερβολικές απαιτήσεις από πλευράς ΔΝΤ» πληθαίνουν, ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο μείωσης κάποιων υψηλών κύριων συντάξεων, ως ύστατο μέτρο και μπροστά στον κίνδυνο να μην κλείσει η αξιολόγηση.
Πιο εύκολο θεωρείται το θέμα του ανώτατου πλαφόν στις συντάξεις, και δεν αποκλείεται τελικά η κυβέρνηση να εφαρμόσει το νέο μειωμένο πλαφόν και στους ήδη συνταξιούχους. Πιο δύσκολο θεωρείται το ενδεχόμενο να μειωθούν ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, αυτών για παράδειγμα που η προσωπική διαφορά αποδειχθεί μεγάλη (π.χ. συνταξιούχοι του πρώην ΤΕΒΕ ή κάποιων ειδικών ταμείων ΔΕΚΟ-Τραπεζών).
Στελέχη της κοινωνικής ασφάλισης εκτιμούν ότι κάποιες μειώσεις μπορεί να γίνουν, στο τέλος του χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει ολοκληρωθεί σε ένα βαθμό ο επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων.
Σίγουρες πάντως θεωρούνται οι μειώσεις στα μερίσματα και τα εφάπαξ, με αβέβαιο το μέλλον των συγκεκριμένων παροχών, καθώς οι δανειστές πιέζουν για κατάργησή τους. Το «καμπανάκι» χτυπάει για συνταξιούχους που λαμβάνουν πάνω από 1.500 ευρώ σύνταξη, χωρίς το δημοσιονομικό κόστος να είναι σημαντικό, ή τουλάχιστον ισάξιο του πολιτικού κόστους που θα έχει μια πιθανή τέτοια εξέλιξη.
Η εθνική σύνταξη
Στη διελκυστίνδα μεταξύ κυβέρνησης - πιστωτών θα τεθεί από την πρώτη κιόλας στιγμή η εθνική σύνταξη και κυρίως το εάν αυτή θα δίνεται με εισοδηματικά κριτήρια μεταξύ 15 και 20 ετών ασφάλισης. Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση θεωρεί «ίδιας απόχρωσης κόκκινη γραμμή τη μη εφαρμογή εισοδηματικών κριτηρίων στην εθνική σύνταξη, με τη μη περικοπή των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, η μάχη θα δοθεί στους συντελεστές αναπλήρωσης. Και σε αυτή την περίπτωση, οι δανειστές ζητούν να μειωθούν οι συντελεστές για τους ασφαλισμένους με λίγα έτη ασφάλισης, προκειμένου αφενός να υπάρχει μεγαλύτερη ανταποδοτικότητα εισφορών - παροχών, αφετέρου να μη δημιουργούνται αντικίνητρα ασφάλισης μετά από τα 20-25 έτη.
Εντός της εβδομάδας βέβαια, αναμένεται να δοθούν σημαντικές μάχες και στο εσωτερικό μέτωπο, καθώς τα συνδικάτα βρίσκονται επί ποδός πολέμου, με αιχμή της πανελλαδική-πανεργατική απεργία της 4ης Φεβρουαρίου. Το... λάβαρο της επανάστασης έχει εν μέρει αντικατασταθεί από τις γραβάτες, καθώς μαζί με τους αγρότες πρωτοστατούν ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι-επιστήμονες.
Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας εξετάζει βελτιωτικές παρεμβάσεις, οι οποίες βέβαια τελούν υπό την αίρεση της αξιολόγησης από τους πιστωτές, ενώ το Σάββατο, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ναυτεμπορική, ο κ. Κατρούγκαλος άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο μικρών παρεμβάσεων στο θέμα της αύξησης των εισφορών για τους αγρότες, με πιθανότερο σενάριο την αύξηση των εισφορών όχι έως το 2019 αλλά έως το 2020 ή και 2021.