Πρόσθετους πόρους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης προκειμένου να καλυφθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα τα επόμενα δύσκολα χρόνια, χωρίς να μειωθούν οι κύριες συντάξεις αναζητά η κυβέρνηση.
Ρίχνει στο τραπέζι του εθνικού διαλόγου αλλά και της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές τρεις προτάσεις: την αύξηση εισφορών κατά δύο μονάδες, τη διασύνδεση των παρεμβάσεων με ρήτρα ανάπτυξης και την ανακεφαλαιοποίηση των ταμείων, μέσω της αξιοποίησης της κινητής και ακίνητης περιουσίας αλλά και της δημιουργίας ενός αποθεματικού από πόρους υπέρ του συστήματος.
Οι περικοπές δαπανών περιγράφονται ή προβλέπονται στον προϋπολογισμό του 2016. «Κλειδί» της μεταρρύθμισης θεωρείται η αύξηση των εισφορών κατά 2 μονάδες που παραμένει βασική επιδίωξη της κυβέρνησης, ώστε να περιοριστούν ή ακόμη και να αποφευχθούν οι μειώσεις κύριων συντάξεων.
Κεντρικός πυλώνας της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης θεωρείται η «ανακεφαλαιοποίηση των ταμείων», μέσω της δημιουργίας ενός εθνικού πόρου υπέρ των ταμείων. Αρχικά, για το 2016, ενδέχεται ο πόρος αυτός να μην είναι άλλος από τους φόρους υπέρ τρίτων που το κουαρτέτο των δανειστών πιέζει για να καταργηθούν άμεσα (όσοι έχουν απομείνει).
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση επιδιώκει τη μετατροπή τους σε φόρους υπέρ του συνόλου των ασφαλισμένων, προκειμένου να μην κοπούν δημιουργώντας επιπλέον «τρύπα» στα έσοδα των ταμείων. Τα επόμενα χρόνια, δεν αποκλείεται από κυβερνητικά στελέχη, να δημιουργηθεί κι ένα φόρος υπέρ του ασφαλιστικού συστήματος, ενώ έσοδα στον υπό δημιουργία νέο «κουμπαρά» θα μπορούσαν να προστεθούν από τις αποκρατικοποιήσεις (εφόσον βέβαια υπάρξει συμφωνία με τους δανειστές για το Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων), την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου καθώς και έσοδα από την πάταξη της εισφοροδιαφυγής και τον περιορισμό της ανασφάλιστης εργασίας.
Στο επίπεδο των κύριων συντάξεων, η κυβέρνηση επιχειρεί να διασώσει την πλειοψηφία των ήδη συνταξιούχων, μέσω της αύξησης των εργοδοτικών εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Αντίστοιχα, και με δεδομένες τις περικοπές των υψηλών (πιθανότατα άνω των 160-170 ευρώ) επικουρικών συντάξεων, σχεδιάζεται αύξηση εισφορών κατά 1 μονάδα, η οποία θα επιμεριστεί σε εργοδότες και εργαζόμενους (0,5 + 0,5).
Συνολικά, η κυβέρνηση καλείται να εξοικονομήσει 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του συστήματος σε βάθος χρόνου και σύμφωνα με την συμφωνία που επετεύχθη κατά τη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Κοινωνικής Πολιτικής, να διατηρήσει τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα του συστήματος.
Τα «αδιευκρίνιστα» μέτρα
Στον προϋπολογισμό καταγράφονται μέτρα ύψους 1,4 δισ. ευρώ από το ασφαλιστικό, εντός του 2016 εκ των οποίων τα 688 εκατ. ευρώ παραμένουν «αδιευκρίνιστα». Το υπουργείο Εργασίας δεσμεύεται να περικόψει τη συνταξιοδοτική δαπάνη κατά 538,5 εκατ. ευρώ από τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ – συντάξεις ιδιωτικού τομέα) και κατά 187,7 εκατ. ευρώ από τις συντάξεις του Δημοσίου.
Ο λογαριασμός
Παράλληλα εγγράφονται έσοδα, που προκαλούν εξοικονόμηση στη συνταξιοδοτική δαπάνη της τάξης του 1,112 δισ. ευρώ, σωρευτικά για τη διετία 2015 – 2016.
Το ποσό αυτό προκύπτει από:
* Αύξηση εισφοράς υγείας στις κύριες συντάξεις από 4% σε 6% (532,5 εκατ. ευρώ).
* Επιβολή εισφοράς υγείας 6% στις επικουρικές συντάξεις (178 εκατ. ευρώ)
* Επίδραση πρόωρων συνταξιοδοτήσεων στα εφάπαξ (77,9 εκατ. ευρώ).
* Εφαρμογή συντελεστή προσαρμογής στα εφάπαξ (86,9 εκατ. ευρώ).
* Σταδιακή αύξηση εισφορών ασφαλισμένων στον ΟΓΑ (102 εκατ. ευρώ).
* Μείωση δικαιούχων παροχής ΕΚΑΣ, μέσω αναπροσαρμογής ετήσιων εισοδηματικών κριτηρίων (223 εκατ. ευρώ).
* Εναρμόνιση του ποσοστού εισφοράς υπέρ κλάδου σύνταξης, με αυτές του ΙΚΑ (-25,8 εκατ. ευρώ).
* Επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης προς ανασφάλιστους υπερήλικες (-62 εκατ. ευρώ).
Η νέα δομή του συστήματος
Η διατήρηση του μοντέλου εθνική - ανταποδοτική σύνταξη, που θα διανέμεται μέσω ενός ταμείου - μαμούθ κύριας ασφάλισης, η παραμονή του ΕΤΕΑ ως υπερ-φορέα επικουρικής σύνταξης και η εφαρμογή ενιαίων κανόνων εισφορών και παροχών για όλους, είναι οι βασικοί άξονες του νέου μοντέλου ασφάλισης σύμφωνα με την πρόταση του υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου.
Πρώτος άξονας είναι ο Ενιαίος Φορέας Κύριας Ασφάλισης, στον οποίο θα ενταχθούν όλα ανεξαιρέτως τα ταμεία κύριας ασφάλισης, με διαφορετικές διευθύνσεις για τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους, τους αγρότες και τους ναυτικούς.
Οι μεγάλες ανατροπές στο μοντέλο αυτό θα επέλθουν τόσο μέσω της αύξησης των εισφορών για μεγάλες ομάδες ασφαλισμένων, κυρίως τους αγρότες, όσο και μέσω του ενιαίου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων. Βάση θα είναι τα 384 ευρώ (60% του μέσου εισοδήματος), δηλαδή η «εθνική σύνταξη». Θα χρηματοδοτείται από τη φορολογία και πάνω σε αυτή θα «χτίζεται» το τελικό ποσό της παροχής, με την προσθήκη της «αναλογικής σύνταξη» που συνδέεται με τα έτη ασφάλισης και το μισθό ή το εισόδημα (στην περίπτωση αυτοαπασχολούμενων ή αγροτών). Οι συντελεστές αναπλήρωσης θα είναι ίδιοι για όλους. Οι δανειστές ζητούν ποσοστό αναπλήρωσης όχι μεγαλύτερο από 48% - 55%, ενώ η ελληνική πλευρά επεξεργάζεται σενάρια με ποσοστά αναπλήρωσης ακόμη και 65%.
Δεύτερος άξονας είναι το ΕΤΕΑ, με το κυρίαρχο σενάριο να περιλαμβάνει αύξηση εισφορών, κλιμακωτές περικοπές που θα διασώζουν συντάξεων έως 160-170 ευρώ καθώς και εφαρμογή το νέου Ενιαίου Κανονισμού Παροχών.
Κεντρικό ρόλο στην λειτουργία των δύο αξόνων αναμένεται να διαδραματίσει η εφαρμογή ενιαίων κανόνων εισφορών - παροχών, με σαρωτικές αλλαγές για εκατοντάδες χιλιάδες ασφαλισμένων, κυρίως αγροτών και αυτοαπασχολούμενων, καθώς οι εισφορές για τους αγρότες θα τριπλασιαστούν (σταδιακά έως το 2019) ενώ για όλους θα συνδεθούν με το εισόδημα (θα υπάρχει και ένα κατώτερο όριο και λιγότερες ασφαλιστικές κατηγορίες).
Η ρήτρα ανάπτυξης
Στον κυβερνητικό σχεδιασμό περιλαμβάνεται επίσης η σύνδεση όλων των παραπάνω με τη λεγόμενη «ρήτρα ανάπτυξης και απασχόλησης», προκειμένου εισφορές, ποσοστό αναπλήρωσης και εν τέλει ύψος σύνταξης να αναπροσαρμόζεται με βάση και την πορεία του ΑΕΠ και της απασχόλησης.
Αυτό που επιδιώκει στην πράξη η κυβέρνηση είναι βασικές παράμετροι του νέου ασφαλιστικού, όπως το ύψος των εισφορών και το ποσοστό αναπλήρωσης βάσει του οποίου θα υπολογίζονται οι συντάξεις, να συνδέονται με την πορεία αύξησης (ή μείωσης) του ΑΕΠ και αντίστοιχα με την αύξηση (ή μείωση) της απασχόλησης. Κεντρικό επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι δεν μπορεί να ληφθούν αποφάσεις για το μέλλον, για τα επόμενα 45 χρόνια, με γνώμονα το χειρότερο σενάριο που θέλει μέση αύξηση του ΑΕΠ μόλις 0,7% έως το 2060.