Ένα «άνοιγμα» 262 εκατομμυρίων ευρώ στον λογαριασμό των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας, o οποίος ως γνωστόν καλύπτει τις επιπλέον δαπάνες για την ηλεκτροδότηση των νησιών (κυρίως κόστος πετρελαίου), εμποδίζει τη δραστηριοποίηση ανεξάρτητων προμηθευτών στις αγορές Ρόδου και Κρήτης, οι οποίες θεωρητικά έχουν ανοίξει για τον ανταγωνισμό από την 1η Σεπτεμβρίου.
Αυτό προκύπτει από τις θέσεις του Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας, όπως διατυπώθηκαν στη δημόσια διαβούλευση της ΡΑΕ για τροποποίηση συγκεκριμένων άρθρων του Κώδικα Διαχείρισης Μη Διασυνδεμένων Νησιών. Συγκεκριμένα, οι ανεξάρτητες εταιρείες επισημαίνουν ότι με το προτεινόμενο καθεστώς διαμορφώνεται ένα πολύ υψηλό θεσμικό και οικονομικό ρίσκο για τους ανεξάρτητους προμηθευτές, το οποίο επί της ουσίας καθιστά το άνοιγμα της αγοράς στα νησιά αυτά πρακτικά αδύνατο.
Τη θέση αυτή οι ανεξάρτητες εταιρείες στηρίζουν στο ότι οι προμηθευτές που πουλούν ηλεκτρική ενέργεια σε πελάτες τους στα νησιά αγοράζουν από το Σύστημα με την υψηλή τιμή που διαμορφώνεται λόγω της χρήσης των πετρελαϊκών μονάδων χαμηλής απόδοσης. Τη δε διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς από το σύστημα, δηλαδή τη ΔΕΗ που κατέχει τις μονάδες, και της τιμής πώλησης που πρέπει να είναι η ίδια με την τιμή που πουλούν στους άλλους πελάτες τους στο διασυνδεμένο σύστημα την καλύπτει ο λογαριασμός ΥΚΩ.
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τα όσα επισημαίνουν οι εταιρείες, είναι ότι η κάλυψη της διαφοράς αυτής γίνεται με κοστολογικά δεδομένα τα οποία έχουν προϋπολογιστεί, ενώ οι διαφορές που προκύπτουν, δηλαδή πλεονάσματα ή ελλείμματα του λογαριασμού, τακτοποιούνται τις επόμενες χρονιές. Μόνο που, από το 2012 και μετά για την έγκριση του «ετήσιου ανταλλάγματος ΥΚΩ» απαιτείται νομοθετική ρύθμιση. Ωστόσο, για τα έτη 2012 και 2013 δεν έχει προωθηθεί η σχετική ρύθμιση για την κάλυψη του ετήσιου ανταλλάγματος, με αποτέλεσμα να συνεχίζει να υφίστσται η διαφορά των 262 εκατομμυρίων.
Το θέμα είναι γνωστό, εδώ και καιρό, ενώ η μη προώθηση της τροπολογίας στη Βουλή από τις προηγούμενες κυβερνήσεις συνδέεται με τη συγκυρία, αφού η έγκριση της επιπλέον δαπάνης των 162 εκατομμυρίων για τις δύο χρονιές θα επιβάρυνε αμέσως τους λογαριασμούς ηλεκτρικού που πληρώνουν οι καταναλωτές. Έτσι μέχρι τώρα διατηρείται η εκκρεμότητα, εμποδίζοντας εμμέσως το άνοιγμα της αγοράς, αφού εάν δεν αλλάξει το καθεστώς, δύσκολα θα βρεθεί προμηθευτής να αναλάβει παρόμοιο ρίσκο.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, οι ανεξάρτητες εταιρείες προτείνουν το απλό. Δηλαδή το αντάλλαγμα για τις ΥΚΩ να το εισπράττει απευθείας ο παραγωγός, δηλαδή η ΔΕΗ, ώστε ο προμηθευτής να αγοράζει την ηλεκτρική ενέργεια στην τιμή του διασυνδεμένου συστήματος. Την άποψη αυτή στηρίζουν στο γεγονός ότι ο παραγωγός, λόγω της σταθερότητας της δραστηριότητάς του σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, είναι σε θέση να συμψηφίζει τα ελλείμματα και πλεονάσματα που προκύπτουν, κάτι που δεν ισχύει για τους προμηθευτές, λόγω και της κινητικότητας των πελατών, με αποτέλεσμα να καθίσταται απαγορευτική η είσοδός τους στην αγορά των μη διασυνδεμένων νησιών.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι και η ίδια η ΔΕΗ, με τις παρατηρήσεις που κάνει, επισημαίνει και αυτή την ύπαρξη της διαφοράς των 262 εκατομμυρίων, ζητώντας να προβλεφθεί η διασφάλιση ότι ο προμηθευτής και εν προκειμένω η ΔΕΗ, που είναι ακόμη ο μοναδικός προμηθευτής στα νησιά, θα ανακτά τα οφειλόμενα ποσά.