Με την αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας και το προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2016 (Π2016) ασχολείται στο εβδομαδιαίο της δελτίο η Alpha Bank.
Προβλέπεται, συγκεκριμένα, πρωτογενές έλλειμμα 0,25% του ΑΕΠ το 2015, έναντι αρχικού στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,0% του ΑΕΠ (2014: 0,35% του ΑΕΠ). Για το 2016, το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται από τον Π2016 ότι θα διαμορφωθεί στο 0,5% του ΑΕΠ, έναντι παλαιού στόχου για πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ.
Ο ανασχεδιασμός της δημοσιονομικής προσαρμογής για τα επόμενα χρόνια έχει μεσοπρόθεσμα τρεις συνέπειες.
Πρώτον, αυξάνει ισόποσα τις χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους, επιβαρύνοντας το δημόσιο χρέος. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατη εκτίμηση του ΔΝT, στην έκθεσή του Fiscal Monitor, με τη νέα συμφωνία το δημόσιο χρέος εκτιμάται πως θα ανέλθει στο 206,6% του ΑΕΠ το 2015, έναντι 192,4%, όπως εκτιμάται στο προσχέδιο του Π2016.
Δεύτερον, εξοικονομεί πόρους ύψους € 19,2 δισ. συνολικά στην τετραετία 2015-2018, επιτρέποντας έτσι μια ήπια δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία σε συνδυασμό με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αναμένεται να αμβλύνει την υφεσιακή διαταραχή στην οικονομία. Σε μεσομακροχρόνιο ορίζοντα, η ανωτέρω ευνοϊκή καταρχήν εξέλιξη θα οδηγήσει σε υψηλό ρυθμό βιωσίμου αναπτύξεως από το 2017, επιταχύνοντας ταυτόχρονα και τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Τρίτον, διατηρεί το χαρακτηριστικό της δημοσιονομικής πειθαρχίας στον σχεδιασμό της ελληνικής οικονομικής πολιτικής και συνιστά ασφαλιστική δικλείδα αποτροπής των δημοσιονομικών παθογενειών της περιόδου πριν από την κρίση. Το κυκλικά προσαρμοσμένο δημοσιονομικό ισοζύγιο (δηλ. απαλλαγμένο από την επίδραση του οικονομικού κύκλου επί των δαπανών και των εσόδων) σταθεροποιείται σε πλεονασματική θέση, αντανακλώντας τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Σύμφωνα με το Προσχέδιο του Π2016, η απόκλιση του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2015 έναντι του προηγούμενου στόχου οφείλεται πρώτον, στην απουσία χρηματοδοτήσεως της χώρας την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2015 από τον Μηχανισμό Στήριξης, δεύτερον, στη δημοσιονομική επιβάρυνση που μετεφέρθη το 2015 λόγω της διαμορφώσεως χαμηλοτέρου (από ό,τι είχε προϋπολογισθεί) πρωτογενούς πλεονάσματος το 2014 και τρίτον, στις πρόσφατες εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος της Γενικής Κυβερνήσεως την περίοδο 2013-2014 επετεύχθη σε συνδυασμό με τη μείωση του συνολικού ύψους των ληξιπροθέσμων οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα, από € 9,56 δισ. στο τέλος του 2012 σε €3,77 δισ. στο τέλος του 2014. Ωστόσο, κατά το 2015, οι αρνητικές ταμειακές συνθήκες οδήγησαν σε άνοδο των ληξιπροθέσμων υποχρεώσεων των φορέων της Γενικής Κυβερνήσεως προς τον ιδιωτικό τομέα στα € 5,74 δισ. τον Ιούλιο 2015, από € 3,8 δισ. στο τέλος του 2014. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών αφορούν στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (€ 2,5 δισ. στο τέλος του Ιουλίου 2015).
Με την επικύρωση, όμως, του Σχεδίου Συμβάσεως Οικονομικής Ενισχύσεως αναμένεται να αποκατασταθούν σταδιακά οι συνθήκες ρευστότητας και να επανέλθουν οι πρωτογενείς δαπάνες στους προϋπολογισθέντες στόχους. Με τον τρόπο αυτό, θα ανακοπεί ο αυξητικός ρυθμός των ληξιπροθέσμων υποχρεώσεων και παράλληλα θα βελτιωθεί ο ρυθμός αποπληρωμής των υποχρεώσεων της Γενικής Κυβερνήσεως. Επιπλέον, με βάση το νέο Πρόγραμμα Οικονομικής Ενισχύσεως σχεδιάζεται η επανεκκίνηση του προγράμματος χρηματοδοτήσεως των φορέων της Γενικής Κυβερνήσεως προς αποπληρωμή των οφειλών τους. Οι ανωτέρω ενέργειες καθιστούν εφικτή τη σημαντική μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών έως το τέλος του 2016.
Τέλος, επισημαίνεται ότι παρά την αναμενόμενη ύφεση στην οικονομία και την άνοδο της ανεργίας, όπως καταγράφεται στο προσχέδιο Π2016 και αναλύεται στη συνέχεια, τα μηνιαία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αποτυπώνουν μια ευμενέστερη εξέλιξη στην αγορά εργασίας. Συγκεκριμένα, το ποσοστό ανεργίας, σε εποχικά προσαρμοσμένους όρους, διαμορφώθηκε στο 25% τον Ιούλιο 2015, για δεύτερο συνεχή μήνα, παρά την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων.