Την κατάργηση διάταξης νόμου που προβλέπει, μόνο για τους δημόσιους υπαλλήλους, την παραγραφή του δικαιώματος συνταξιοδότησης, εφόσον αυτό δεν ασκηθεί εντός 5ετίας από τη θεμελίωσή του, ζητεί ο Συνήγορος του Πολίτη.
Σύμφωνα με την ανεξάρτητη αρχή, το δικαίωμα συνταξιοδότησης θα πρέπει να μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, υπό την προϋπόθεση ότι η σύνταξη θα ξεκινήσει να καταβάλλεται από την υποβολή της σχετικής αίτησης και μετά.
Άλλωστε, σε κανένα άλλο ταμείο πλην δημοσίου δεν προβλέπεται η παραγραφή του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, το οποίο μάλιστα προστατεύεται και από το Σύνταγμα.
Παρά την παρέμβαση, το υπουργείο Οικονομικών και δη το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους απάντησε ότι δεν προτίθεται να προβεί σε τροποποίηση της σχετικής συνταξιοδοτικής διάταξης, υποστηρίζοντας ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο πριν από την ψήφιση της διάταξης, το 2002, έκρινε ότι οι προθεσμίες που τίθενται είναι εύλογες και επαρκείς για να κινηθεί με αίτηση του ενδιαφερόμενου η σχετική διοικητική διαδικασία έκδοσης της σύνταξης.
Αντίθετα, στο πόρισμα της ανεξάρτητης αρχής επισημαίνεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο σε πρόσφατες αποφάσεις του (τα έτη 2012 και 2014) διατυπώνει ταυτόσημες απόψεις επί του θέματος με αυτές του Συνήγορου του Πολίτη.
Αναλυτικά, πολίτες προσέφυγαν στον Συνήγορο του Πολίτη διαμαρτυρόμενοι για την απόρριψη των αιτημάτων τους περί χορήγησης ή αυξητικής αναπροσαρμογής της σύνταξής τους από τη Γενική Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), διότι είχε παρέλθει πενταετία από τη θεμελίωση των αντίστοιχων δικαιωμάτων τους, με αποτέλεσμα αυτά να έχουν παραγραφεί, βάσει της διάταξης της παρ. 3 του άρθρ. 3 του ν. 3075/2002.
Ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί ότι:
α) Εφόσον το συνταξιοδοτικό δικαίωμα των δημόσιων υπαλλήλων και των μελών των οικογενειών τους αποτελεί περιουσιακό στοιχείο, προστατεύεται από το άρθρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.).
β) Με τη διάταξη αυτή παραβιάζεται και η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας που καθιερώνει η παρ. 1 του άρθρ. 25 του Συντάγματος, διότι η απώλεια του ίδιου του συνταξιοδοτικού δικαιώματος αποτελεί μέτρο τέτοιας έντασης και διάρκειας που συνεπάγεται μειονεκτήματα που είναι δυσανάλογα προς τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την εξυπηρέτηση του δημόσιου σκοπού.
γ) Η παραγραφή του συνταξιοδοτικού δικαιώματος από το Δημόσιο εφόσον δεν ασκηθεί σε χρονικό διάστημα πέντε ετών από τη γέννησή του αντίκειται και στο άρθρ. 22 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο βρίσκει εφαρμογή και στην περίπτωση των δημόσιων υπαλλήλων.
δ) Σε κανέναν ασφαλιστικό οργανισμό, που παρέχει κύρια σύνταξη, δεν προβλέπεται παραγραφή του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ανεξάρτητα από τον χρόνο άσκησής του. Ο μόνος περιορισμός που υφίσταται, είναι ότι αφετηρία της έναρξης καταβολής της σύνταξης αποτελεί η ημερομηνία υποβολής της σχετικής αιτήσεως από τον δικαιούχο, που αποτελεί και αναγκαίο όρο για να κινηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία της συνταξιοδότησης και συνεπώς να διατυπωθεί η βούληση του διοικητικού οργάνου με την έκδοση της σχετικής διοικητικής πράξης.
Αντίστοιχες απόψεις με αυτές της Ανεξάρτητης Αρχής διατυπώθηκαν και σε πρόσφατες αποφάσεις του καθ' ύλην αρμόδιου ανώτατου δικαστηρίου για συνταξιοδοτικά θέματα του Δημοσίου, Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Συνεπώς η συγκεκριμένη διάταξη της παραγραφής θα πρέπει να καταργηθεί άμεσα και ο δικαιούχος σύνταξης από το Δημόσιο πρέπει να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του οποτεδήποτε χρονικά, με τον περιορισμό της έναρξης καταβολής της σύνταξης από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αιτήσεως και όχι από την ημερομηνία της θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Η 47η Δ/νση Νομοπαρασκευαστικής Εργασίας, Άσκησης Ενδίκων Μέσων και Διεθνών Σχέσεων της Δ/νσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ενημέρωσε τον Συνήγορο ότι:
Το Υπουργείο Οικονομικών δεν προτίθεται να προβεί σε τροποποίηση της σχετικής συνταξιοδοτικής διάταξης, αφού το Ελεγκτικό Συνέδριο πριν από την ψήφισή της, ασκώντας την κατά το άρθρο 73 του Συντάγματος αρμοδιότητά του, έκρινε ότι οι προθεσμίες που τίθενται είναι εύλογες και επαρκείς για να κινηθεί με αίτηση του ενδιαφερόμενου η σχετική διοικητική διαδικασία αναγνωρίσεως των δικαιωμάτων στα οποία αυτές αναφέρονται.
Μ' αυτό τον τρόπο όμως, αποσιωπά το γεγονός ότι, όπως επεσήμανε η Ανεξάρτητη Αρχή στο πόρισμα, το Ελεγκτικό Συνέδριο σε πρόσφατες αποφάσεις του (τα έτη 2012 και 2014) διατυπώνει ταυτόσημες απόψεις επί του θέματος με αυτές του Συνήγορου του Πολίτη.