Τρόπους μείωσης των υψηλών ζημιών πιστωτικού κινδύνου, οι οποίες θα προκύψουν, όπως όλα δείχνουν, από την αξιολόγηση ποιότητας στοιχείων ενεργητικού (Asset Quality Review-AQR) αναζητούν οι τράπεζες και οι μεγαλομέτοχοί τους.
Μετά την απόρριψη από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) των προτάσεων που κατέθεσαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες για την εφαρμογή της μεθόδου προεξόφλησης ταμειακών ροών σε ένα μεγάλο μέρος του προς εξέταση δείγματος επιχειρηματικών δανείων έχει γίνει αντιληπτό σε όλους ότι η αξιολόγηση ενεργητικού θα διενεργηθεί με συντηρητικότερα από κάθε άλλη φορά κριτήρια.
Αν δεν αλλάξουν οι παραδοχές που χρησιμοποιεί αυτή τη στιγμή ο SSM, οι πρόσθετες ζημίες πιστωτικού κινδύνου (προβλέψεις και διαγραφές δανείων), τις οποίες θα κληθούν να σχηματίσουν οι τράπεζες με βάση τη φωτογραφία του ισολογισμού τους στις 30/6, εκτιμάται ότι θα ανέλθουν στα 13 δισ. ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι μόνο από το AQR θα προκύψει κεφαλαιακό έλλειμμα για τις τράπεζες της τάξης των 5 με 7 δισ. ευρώ, ποσό που θα αυξηθεί περαιτέρω καθώς θα προστεθεί η προβολή των κεφαλαιακών αναγκών της περιόδου 1.7.2015 με 31.12.2017, με το βασικό και το δυσμενές σενάριο της άσκησης προσομοίωσης.
Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για να μειωθεί ο διαφαινόμενος υψηλός λογαριασμός από το AQR είναι οι ευρωπαϊκές αρχές να αποδεχθούν την ελληνική πρόταση, ως προς την κατεύθυνση των επικείμενων αλλαγών στον νόμο Χαρδούβελη για τις εκκαθαρισμένες και οριστικές αναβαλλόμενες απαιτήσεις (deferred tax credits).
Το τρίτο Μνημόνιο περιλαμβάνει, ως γνωστόν, δέσμευση τροποποίησης του νόμου Χαρδούβελη, με στόχο την ελαχιστοποίηση της χρηματοδότησης και τον περιορισμό της σύνδεσης μεταξύ τραπεζών και κράτους.
Με βάση το θεσμικό πλαίσιο που ψήφισε πριν από περίπου ένα χρόνο η Βουλή, οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να σχηματίζουν οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις για ζημία που προκύπτει από σχηματισμό προβλέψεων και διαγραφών επί δανείων. Προϋπόθεση είναι τα παραπάνω δάνεια να έχουν χορηγηθεί έως την 31η Δεκεμβρίου του 2014.
Η ελληνική πλευρά ζητά να επαναδιατυπωθεί η διάταξη, ορίζοντας ως οριστικές και εκκαθαρισμένες τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις για ζημίες από προβλέψεις και διαγραφές που σχηματίστηκαν έως την 30ή Ιουνίου του 2015. Μετά από αυτή την ημερομηνία, οι τράπεζες δεν θα μπορούν να αναγνωρίζουν αναβαλλόμενο φόρο για ζημία από νέες προβλέψεις και διαγραφές, ακόμη και αν τα δάνεια είχαν χορηγηθεί πριν την 31η Δεκεμβρίου του 2014.
Το «μαξιλάρι» έως 3,7 δισ. ευρώ από το tax credit...
Αν η ελληνική πρόταση γίνει αποδεκτή, οι τράπεζες θα πάρουν στα αποτελέσματα β' τριμήνου το μεγαλύτερο μέρος των πρόσθετων προβλέψεων και διαγραφών, που θα βγάλει η αξιολόγηση στοιχείων ενεργητικού και έτσι θα κλειδώσουν και τον αναλογούντα αναβαλλόμενο φόρο.
Πρόκειται για κρίσιμη παράμετρο καθώς θα μειωθούν έως και 29% οι ζημίες πιστωτικού κινδύνου. Αν για παράδειγμα οι πρόσθετες προβλέψεις και διαγραφές δανείων, οι οποίες προκύπτουν από την αξιολόγηση, ανέλθουν στα 13 δισ. ευρώ, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις διαμορφώνονται στα 3,7 δισ. Άρα η καθαρή θέση των τραπεζών μειώνεται κατά 9,3 δισ. ευρώ.
Με δεδομένο δε ότι δόθηκε νέα παράταση ενός μήνα (σ.σ. έως το τέλος Οκτωβρίου), οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να δημοσιεύσουν τις οικονομικές καταστάσεις β' τριμήνου μερικές ημέρες μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της συνολικής αξιολόγησης (σ.σ. η ανακοίνωσή τους αναμένεται να διενεργηθεί στις 25 Οκτωβρίου).
...και τα ερωτήματα για τη στάση της ΕΚΤ
Το αν θα επιτραπεί στις τράπεζες να σχηματίσουν για τελευταία φορά αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις στις οικονομικές καταστάσεις β' τριμήνου αποτελεί αυτή τη στιγμή αντικείμενο διαβούλευσης. Τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι οι τελικές αποφάσεις για το θέμα θα ληφθούν μαζί με τις οριστικές παραδοχές της συνολικής αξιολόγησης, καθώς επηρεάζουν το τελικό νούμερο.
«Αν προτεραιότητα του εποπτικού μηχανισμού είναι η εξυγίανση του χαρτοφυλακίου των τραπεζών από τα προβληματικά δάνεια, θα επιτραπεί η αναγνώριση αναβαλλόμενου φόρου έως και την 30ή Ιουνίου» εκτιμούν τραπεζικά στελέχη, σημειώνοντας ότι το μείζον είναι να έρθουν μπροστά οι προβλέψεις ώστε να διευκολυνθεί η αναδιάρθρωση της οικονομίας.
Σύμφωνα πάντως με αναλυτές, η παροχή δυνατότητας αναγνώρισης deferred tax credits για τελευταία φορά στις καταστάσεις β' τριμήνου δεν συνεπάγεται αυτόματα και τη μείωση του λογαριασμού που θα προκύψει από τη συνολική αξιολόγηση, καθώς η ΕΚΤ διατηρεί πάντοτε τη δυνατότητα να στρεσάρει και τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις.
Άλλωστε ήδη στις 31.12.2014 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες περιλάμβαναν στο Common Equity Tier I οριστικές και εκκαθαρισμένες φορολογικές απαιτήσεις ύψους 12,5 δισ. ευρώ(!), ποσοστό που ξεπερνούσε το 55% του κοινού κεφαλαίου.
Δεν αποκλείεται δε να υπάρξει πανευρωπαϊκής ισχύος ρύθμιση για τους ελάχιστους δείκτες κοινού κεφαλαίου που πρέπει να διατηρούν τράπεζες με υψηλή συμμετοχή αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά τους κεφάλαια.
Οι αναβαλλόμενες οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Δημοσίου (deferred tax credits-DTC) είναι εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι του Δημοσίου, η αναγνώριση των οποίων δεν εξαρτάται από τη μελλοντική κερδοφορία του πιστωτικού ιδρύματος. Γι' αυτό οι αναβαλλόμενες οριστικές και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις έναντι του Δημοσίου προσμετρούνται πλήρως στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών.