Η στήριξη της νέας συμφωνίας με τους εταίρους μας από την πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων στη νέα Βουλή, τόσο της συμπολιτεύσεως όσο και της αντιπολιτεύσεως, διαμορφώνει τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες για την αποκατάσταση της δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, υπογραμμίζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο.
Οπως αναφέρει η τράπεζα, η ταχεία και επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολογήσεως θα απελευθερώσει πόρους που διασφαλίζουν τη σταθερότητα στο χρηματοοικονομικό σύστημα και αμβλύνουν τις επιπτώσεις του νέου υφεσιακού shock επιτρέποντας:
1. την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου έναντι των προμηθευτών του και του υπόλοιπου ιδιωτικού τομέα,
2. τη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ που θα περιορίσει σημαντικά το κόστος δανεισμού,
3. την ταχύτερη του αναμενομένου χαλάρωση των κεφαλαιακών ελέγχων αποκαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό της συνθήκες ρευστότητας,
4. την αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων που σύμφωνα με την Ε.Ε. είναι άμεσα διαθέσιμα για τη χώρα μας και συνίστανται σε €20 δισ. από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία και άνω των €15 δισ. στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, και τέλος,
5. την έναρξη των συζητήσεων σχετικά με την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους ώστε να καταστεί εκ νέου βιώσιμο διά της επιμηκύνσεως των μέσων ληκτοτήτων των δανείων του δημόσιου τομέα που έλαβε η χώρα και τη διεύρυνση της περιόδου χάριτος στις πληρωμές τοκοχρεωλυσίων για τα δάνεια αυτά.
Σύμφωνα μάλιστα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιδεινώθηκαν σημαντικά οι βασικές παράμετροι αναλύσεως της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους κατά το τρέχον έτος. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση για μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στα επόμενα τρίμηνα και τα μικρότερα του αναμενομένου έσοδα λόγω της καθυστερήσεως του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων σε συνδυασμό με την αναθεώρηση προς τα κάτω των πρωτογενών πλεονασμάτων, που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του νέου Προγράμματος, οδήγησαν σε αναθεώρηση προς τα επάνω του προβλεπόμενου στο βασικό σενάριο αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ σε 201% το 2016 και 175% το 2020.
Οι ανωτέρω πέντε παράγοντες μπορούν να τονώσουν την επενδυτική δαπάνη καθιστώντας ηπιότερες τις επιπτώσεις των δημοσιονομικών μέτρων που εισήχθησαν το καλοκαίρι. Είναι δε καθοριστικής σημασίας για την αντιμετώπιση της βασικότερης προκλήσεως που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία: Την αδυναμία της να δημιουργήσει με ταχύτερο ρυθμό ένα ικανό αριθμό νέων θέσεων εργασίας, ώστε να καμφθεί το υπερβολικά υψηλό ποσοστό ανεργίας, καθώς ο αριθμός των ανέργων εξακολουθεί να αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο περίπου του εργατικού δυναμικού.
Συγκρίνοντας τον μέσο όρο του ποσοστού ανεργίας στο πρώτο εξάμηνο του 2015 (Έρευνα Εργατικού Δυναμικού ΕΛΣΤΑΤ) με το αντίστοιχο περυσινό χρονικό διάστημα παρατηρούμε ότι υποχώρησε στο 25,6% του εργατικού δυναμικού, έναντι 27,2% στο πρώτο εξάμηνο του 2014. Εξετάζοντας ειδικά το δεύτερο τρίμηνο του 2015 το ποσοστό των ανέργων μειώθηκε αισθητά στο 24,6%, έναντι 26,6% του δευτέρου τριμήνου 2014.
Η μείωση της ανεργίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2015 οφείλεται στη σημαντική αύξηση της απασχολήσεως κατά 2,4% (ή κατά 86,4 χιλ.) σε ετήσια βάση, έναντι της σχεδόν μηδενικής μεταβολής (+0,1%) του αντιστοίχου τριμήνου του 2014.
Είναι ενδεικτικό ότι η απασχόληση αποτελούσε στο δεύτερο τρίμηνο 2015 το 75,4% του εργατικού δυναμικού, έναντι 73,4% που αναλογούσε στο δεύτερο τρίμηνο του 2014.
Η σημαντική άνοδος του αριθμού των απασχολουμένων συνέβαλε στη μείωση του αριθμού των ανέργων κατά 7,8% ή κατά 100 χιλ., ήτοι σε 1.180,1 χιλιάδες στο δεύτερο τρίμηνο του 2015 από 1.280,1 χιλιάδες στο αντίστοιχο του 2014.
Αναφορικά με τη μορφή της ανεργίας σημειώνεται η σημαντική μείωση του αριθμού των μακροχρόνιων ανέργων σε 863,2 χιλ. στο δεύτερο τρίμηνο του 2015 (πρώτο τρίμηνο 2015: 910,6 χιλ.), έναντι 952,2 χιλ. στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2014. Παρά την αισθητή μείωση του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2015, οι άνεργοι αυτοί εξακολουθούν να αναλογούν σε ποσοστό άνω του 70% του συνόλου των ανέργων (73,1%).