Σε αναζήτηση λύσης για την εφαρμογή των συμβάσεων διακοψιμότητας, ώστε να συμβάλουν στη μείωση του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία χωρίς να επιβαρύνουν υπέρμετρα τους παραγωγούς ΑΠΕ, βρίσκεται η νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Η εφαρμογή και στην Ελλάδα των συμβάσεων αυτών, αφού έχει συζητηθεί και προβληθεί ως μέσο για τη μείωση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας εδώ και τρία χρόνια, αποτελεί πλέον μνημονιακή υποχρέωση. Οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, κυρίως χαλυβουργίες, όπως και η Ομοσπονδία Μετάλλου, πιέζουν ήδη από τη θητεία της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ για την προώθηση του μέτρου. Στο ενδιάμεσο ωστόσο, τουλάχιστον δύο μεγάλες χαλυβουργίες στο Θριάσιο διέκοψαν τη λειτουργία τους, μη μπορώντας να διαμορφώσουν ανταγωνιστικά κόστη προϊόντων για τις αγορές του εξωτερικού, ενώ ακόμη μία βιομηχανία έθεσε το προσωπικό της σε διαθεσιμότητα, αναμένοντας τις εξελίξεις.
Σε ό,τι αφορά στις συμβάσεις αυτές, η εφαρμογή τους προσκρούει στο ότι προκαλούν κόστος της τάξης των περίπου 50 εκατομμυρίων τον χρόνο, λόγω των εκπτώσεων που προσφέρουν στις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Το κόστος αυτό, σύμφωνα με τον ισχύοντα σχεδιασμό, προτείνεται να καλύψουν οι παραγωγοί ΑΠΕ, μέσω της επιβολής εισφοράς επί του τζίρου τους, ύψους 3,6% για τα φωτοβολταϊκά και 1,8% για τα αιολικά, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες. Όπως είναι φυσικό, ο συγκεκριμένος σχεδιασμός προκαλεί έντονες αντιδράσεις εκ μέρους των παραγωγών, γεγονός που απέτρεψε την, υπό τον Παναγιώτη Λαφαζάνη πολιτική ηγεσία του υπουργείου, να προχωρήσει στην εφαρμογή του μέτρου, παρά τις υποσχέσεις που είχε δώσει σε βιομηχανία και εργαζόμενους.
Ήδη στο τραπέζι υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις για την κάλυψη του ποσού των εκπτώσεων. Αυτές προβλέπουν συμμετοχή των ΑΠΕ με μικρότερο ποσοστό στο κόστος των συμβάσεων διακοψιμότητας και κάλυψη του υπολοίπου από τα έσοδα των πωλήσεων δικαιωμάτων ρύπων. Επίσης, εξαίρεση της ΔΕΗ ως καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας για τη λειτουργία των λιγνιτωρυχείων από το δικαίωμα να συνάπτει παρόμοιες συμβάσεις.
Πάντως από την πλευρά της βιομηχανίας, αυτό που τονίζεται είναι ότι το ζητούμενο, δηλαδή ανταγωνιστικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, μπορεί να επιτευχθεί με περισσότερους τρόπους. Η ενέργεια υπερφορολογείται, και άρα η μείωση της φορολόγησης μπορεί να συμβάλει στη μείωση του κόστους για τη βιομηχανία, ενώ οι βιομηχανίες θα μπορούσαν να λαμβάνουν μέρος στις δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ, κάτι όμως που αποκλείει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Άρα παρεμβάσεις στα παραπάνω μπορούν να οδηγήσουν στο ίδιο αποτέλεσμα με αυτό των συμβάσεων διακοψιμότητας.
Τέλος, να σημειωθεί ότι οι συμβάσεις αυτές συνάπτονται μεταξύ ενός καταναλωτή και του Ανεξάρτητου Διαχειριστή του Συστήματος. Προβλέπουν δε την ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του καταναλωτή, να μειώνει τα φορτία ηλεκτρικής ενέργειας στις εγκαταστάσεις του, όταν του το ζητά ο Διαχειριστής. Αυτό γίνεται σε ώρες αιχμής και όταν τη ζήτηση καλούνται να καλύψουν μονάδες με υψηλό κόστος παραγωγής. Κατ' αυτό τον τρόπο, με τον περιορισμό των αιχμών, το ηλεκτρικό σύστημα λειτουργεί περισσότερο οικονομικά και δεν απαιτούνται επενδύσεις σε νέες μονάδες, ενώ οι βιομηχανικοί καταναλωτές, με τις εκπτώσεις που απολαμβάνουν, αμείβονται για την υπηρεσία που προσφέρουν στο σύστημα.