Τέσσερις προτάσεις για τη ριζική αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας έχουν κατατεθεί στην Επιτροπή Σοφών. Χθες, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Επιτροπής, παρουσιάστηκε μία από αυτές που αφορά στο σύστημα που ισχύει στη Νέα Ζηλανδία.
Πρόκειται για ένα παρεμφερές μοντέλο με αυτό της Αυστραλίας, που βρέθηκε στο προσκήνιο τις προηγούμενες ημέρες με αφορμή τις δηλώσεις του πρώην αντιπροέδρου της Βουλής Αλέξη Μητρόπουλου, με βασική όμως διαφορά ότι δεν υπάρχουν εισοδηματικά κριτήρια βάσει των οποίων μειώνεται η σύνταξη, παρά την καταβολή υψηλότερων εισφορών.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης, το σύστημα της Νέας Ζηλανδίας είναι το σουηδικό μοντέλο του Νότου. Είναι δηλαδή λίγο πιο σοσιαλιστικό μοντέλο από αυτά που εφαρμόζονται στον αγγλοσαξονικό χώρο. Βάσει της πρότασης που κατατέθηκε, θα παρέχεται μία εθνική σύνταξη, χρηματοδοτούμενη από τη φορολογία, χωρίς όμως εισοδηματικά κριτήρια. Καθώς μάλιστα η οικονομία της Ν. Ζηλανδίας χρηματοδοτείται από τις μεγάλες πλουτοπαραγωγικές πηγές της, το μοντέλο αυτό προσεγγίζει την πρόταση του Σάββα Ρομπόλη, για τη δημιουργία ενός Ταμείου Πλούτου που θα χρηματοδοτεί το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Οι άλλες τρεις προτάσεις, που έχουν πέσει στο τραπέζι του διαλόγου μεταξύ των 12 μελών της επιτροπής, και τις οποίες ανέλαβε ο καθηγητής Άγγελος Στεργίου να συνοψίσει και να παρουσιάσει με τα υπέρ και τα κατά τους, είναι:
* Η πρόταση του πρώην υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου, που προβλέπει την καθιέρωση εθνικής σύνταξης και συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης για τους νέους συνταξιούχους, καθώς και ένα διπλό σύστημα με εθνική και αναλογική σύνταξη για τους ήδη συνταξιούχους.
* Η πρόταση του πρώην διοικητή του ΙΚΑ Μιλτιάδη Νεκτάριου για την εφαρμογή του σουηδικού μοντέλου, με τον διαχωρισμό των ασφαλισμένων σε πριν και μετά το 1992. Πρόκειται για κατεξοχήν μοντέλο που χρησιμοποιεί τη νοητή κεφαλαιοποίηση, εισάγει όμως και έντονα κεφαλαιοποιητικά στοιχεία. Βάσει αυτής, θα δημιουργηθεί ένα ταμείο κύριας και ένα επικουρικής ασφάλισης, όπου θα υπαχθούν υποχρεωτικά όσοι ασφαλίστηκαν μετά το 1992. Ανώτατο όριο αναπλήρωσης θα είναι το 75% του συντάξιμου μισθού, εκ του οποίου το 50% θα είναι εγγυημένο από το κράτος ενώ το υπόλοιπο 25% θα προέρχεται από προγράμματα επαγγελματικής ασφάλισης. Οι κύριες συντάξεις θα χορηγούνται με διανεμητικό σύστημα και καθορισμένες εισφορές, ενώ οι επικουρικές με κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
* Η τρίτη πρόταση προβλέπει τη δημιουργία ενός ταμείου μισθωτών, με ξεχωριστό κλάδο αυτοαπασχολούμενων, καθώς και ξεχωριστό ταμείο αγροτών. Συγκεκριμένα, το ταμείο μισθωτών θα καταβάλλει την ενιαία εθνική σύνταξη και την ανταποδοτική με βάση τις εισφορές των ασφαλισμένων και των εργοδοτών, για τους μισθωτούς. Το ΙΚΑ θα αποτελέσει τον ασφαλιστικό «κορμό» της μισθωτής εργασίας, ενώ ξεχωριστός κλάδος θα υπάρχει για τους αυτοαπασχολούμενους. Όσον αφορά στον ΟΓΑ, προτείνεται να διατηρηθεί ως Ταμείο ασφάλισης των αγροτών λόγω των ιδιαιτεροτήτων που έχει, αλλά και ως προνοιακό Ταμείο.
Η επικουρική σύνταξη θα είναι ενιαία, ενώ θα υπάρξει δυνατότητα πρόσθετης ασφάλισης μέσω της δημιουργίας εναλλακτικών (προσωπικών) επιλογών θεμελίωσης επιπρόσθετων ασφαλιστικών δικαιωμάτων, τα οποία θα προέρχονται: α) από επαγγελματικά ταμεία, β) από τις ιδιωτικές ασφαλίσεις.
Ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης επισημαίνουν ότι όλα τα μοντέλα μπορεί να είναι άκρως επιτυχημένα στις χώρες προέλευσής τους, όμως βασικό σημείο παίζει το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν και κυρίως, το ποσοστό αναπλήρωσης που θα ισχύει κάθε φορά, καθώς τα μοντέλα κινούνται μεταξύ της "ελάχιστης κάλυψης" και της κρατικής προστασίας, βάσει πολιτικών αποφάσεων.
Το αγκάθι του ΣτΕ
Κατά τις συνεχείς συνεδριάσεις της επιτροπής για το ασφαλιστικό, ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια θεωρείται η εξεύρεση ισοδύναμων μέτρων, ύψους 1,5 με 2 δισ. ευρώ ετησίως, για την εφαρμογή της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) που έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές συντάξεων τα προηγούμενα χρόνια. Μεταξύ των προτάσεων, σύμφωνα με πληροφορίες, συγκαταλέγεται και αυτή που προβλέπει τη μη εφαρμογή της απόφασης.
Η πρόταση στηρίζεται στο επιχείρημα ότι εάν ανατραπεί το σκεπτικό της απόφασης του Ανώτατου δικαστηρίου, εάν δηλαδή υπάρξουν αναλογιστικές μελέτες που να αποδεικνύουν ότι οι περικοπές ήταν αναγκαίες για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και παράλληλα κατατεθεί και ένα ολοκληρωμένο σύστημα μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού, τότε θα μπορούσε να ανοίξει ο δρόμος για μη εφαρμογή της απόφασης. Αυτό που αναζητείται είναι η νομική διαδικασία, καθώς κάτι τέτοιο δεν θεωρείται εύκολο.