Aύξηση της ανεργίας, επιστροφή της οικονομίας στην ύφεση, πρωτογενή ελλείμματα και συρρίκνωση των καταθέσεων επέφερε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, σύμφωνα με τον συντονιστή οικονομικών υποθέσεων της ΝΔ, Χρήστο Σταϊκούρα.
Ο υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ παρουσίασε σήμερα, σε συνέντευξη Τύπου, το οικονομικό κόστος της 7μηνης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ειδικότερα, ο ίδιος επεσήμανε τα εξής:
«Η χώρα οδεύει σε εκλογές γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ δραπέτευσε. Δραπέτευσε υπό το βάρος των εσωτερικών αντιφάσεων, αντιθέσεων και διασπάσεων και της ψήφισης του 3ου Μνημονίου. Ένα Μνημόνιο που φέρει αποκλειστικά τη σφραγίδα των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ και το οποίο, πριν από ορισμένους μήνες, δεν ήταν αναπόφευκτο. Κατέστη όμως αναγκαίο εξαιτίας πράξεων και παραλείψεων της κυβέρνησης κατά το 1ο εξάμηνο του 2015. Διάστημα κατά το οποίο:
- Η οικονομία επέστρεψε στην ύφεση, μετά την ανάκαμψη του 2014.
- Η ανεργία αυξήθηκε, μετά τη μικρή υποχώρησή της το 2014.
- Η πραγματική οικονομία, λόγω και των κεφαλαιακών περιορισμών, έχει καταρρεύσει.
- Το κόστος δανεισμού του Δημοσίου έχει διογκωθεί.
- Η δημόσια οικονομία έχει επιστρέψει στα πρωτογενή ελλείμματα.
- Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου έχουν επιστρέψει σε προ 2013 επίπεδο.
- Οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων έχουν σημαντικά συρρικνωθεί.
- Οι τράπεζες έχουν ανάγκη μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης.
Συμπερασματικά, η «κατασκευή» του ΣΥΡΙΖΑ δοκιμάστηκε, μετρήθηκε με τα προβλήματα και διαπιστώθηκε ότι δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της διακυβέρνησης.
Συγκεκριμένα:
1ον. Η οικονομία επέστρεψε στην ύφεση, μετά την ανάκαμψη του 2014.
Το 2014 υπήρξε μεγέθυνση/ανάπτυξη της οικονομίας στο επίπεδο του 0,8%. Η τελευταία Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπει ύφεση -2% έως - 4%.
Δηλαδή, μέσα στους 6 μήνες, η εκτίμηση για τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας έχει πλήρως ανατραπεί από το +2,5% (ισχυρή ανάπτυξη) στο -2% έως -4% (βαθιά ύφεση). Αυτό μεταφράζεται σε απώλεια εθνικού εισοδήματος άνω των 11 δισ. ευρώ μόνο για το 2015.
Η οικονομία, μάλιστα, της χώρας προβλέπεται να παραμείνει σε ύφεση και το 2016.
2ον. Η ανεργία αυξάνεται και πάλι, μετά τη μικρή μείωσή της το 2014.
Το 2014, η ανεργία διαμορφώθηκε στο 26,6%, από 27,3% το 2013 (στο 44,3% για άτομα ηλικίας 15-29 ετών, από 49,5% το 2013).
Για το 2015, τον Μάιο, οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες ήταν σταθερές από τον Νοέμβριο του 2014 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2015, αναθεωρήθηκαν προς το δυσμενέστερο. Ενώ, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, για το 1ο τρίμηνο του 2015 η ανεργία έχει αρχίσει ήδη να αυξάνεται.
Παράλληλα, η πρόσφατη δημοσιοποίηση των στοιχείων του συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ» επιβεβαιώνει τη σημαντική μείωση της μισθωτής απασχόλησης, μέσα στην «καρδιά» του καλοκαιριού.
Πιο συγκεκριμένα, τον Ιούλιο παρατηρείται η μεγαλύτερη μείωση στο ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης, καθώς χάθηκαν 16.658 θέσεις απασχόλησης ενώ, συγκριτικά με πέρυσι, χάθηκαν 29.933 θέσεις. Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση των τελευταίων 15 ετών.
3ον. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος έχει «κατρακυλήσει» σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Διαμορφώνεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009, ενώ διευρύνεται σταθερά και η απόκλισή του από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος καταγράφει το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας τετραετίας.
Σημειώνεται δε ότι η απόκλιση αγγίζει πλέον τις 30 μονάδες, η οποία είναι η μεγαλύτερη από τότε που παρακολουθείται στατιστικά ο εν λόγω δείκτης (1985).
4ον. Έχουν επιβληθεί κεφαλαιακοί περιορισμοί και η χώρα τελούσε, για κάποιο διάστημα, σε τραπεζική αργία.
Ως αποτέλεσμα, ενδεικτικά, η παραγωγή του μεταποιητικού τομέα εξακολούθησε να υποχωρεί τον Αύγουστο, λόγω της πρωτοφανούς υποχώρησης των νέων παραγγελιών και των δυσκολιών αγοράς πρώτων υλών, επεκτείνοντας με αυτόν τον τρόπο την τάση συνεχούς μείωσης της παραγωγής τους τελευταίους 8 μήνες.
Ο εποχικά προσαρμοσμένος δείκτης υπευθύνων προμηθειών (Purchasing Managers' Index–PMI), που αποτυπώνει τη γενική εικόνα των επιχειρησιακών συνθηκών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Markit, έκλεισε στις 39,1 μονάδες τον Αύγουστο, σημαντικά ασθενέστερος από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50 μονάδων, συνιστώντας ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί σε όλη την ιστορία της έρευνας (είχε «βουτήξει» ακόμη και στο 30,2 τον Ιούλιο).
5ον. Ο κύκλος εργασιών στη βιομηχανία συρρικνώνεται.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιούνιο του 2015 ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών στη βιομηχανία, για το σύνολο της εγχώριας και εξωτερικής αγοράς, παρουσίασε μείωση κατά 13,4% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2014, έναντι αύξησης κατά 11,0% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2014 προς το 2013.
Ενώ αναμένεται συνέχιση της πτωτικής τάσης, και λόγω εποχικότητας, και για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο.
6ον. Το διαφορικό επιτόκιο (spread) των ελληνικών ομολόγων εκτινάχθηκε και παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, σε μία περίοδο που άλλες χώρες της Ευρωζώνης απολαμβάνουν ιστορικά χαμηλά επιτόκια.
7ον. Το κόστος δανεισμού του Δημοσίου αυξήθηκε και διατηρείται σε υψηλά επίπεδα.
Ενδεικτικά, η τελευταία έκδοση εντόκων γραμματίων 26 εβδομάδων, στις 2 Σεπτεμβρίου 2015, πραγματοποιήθηκε με επιτόκιο 2,97%, όταν η αντίστοιχη, στις 7 Ιανουαρίου 2015, είχε γίνει με επιτόκιο 2,30%.
Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι, στο επτάμηνο του 2015, οι τόκοι που καλείται να πληρώσει το Δημόσιο να αυξηθούν κατά 536 εκατ. ευρώ ή κατά 13,4% έναντι των τόκων του αντίστοιχου επταμήνου του 2014.
Αυτό το επιπλέον κόστος βαραίνει τους Έλληνες φορολογούμενους.
8ον. Το Χρηματιστήριο καταγράφει σημαντικές απώλειες.
Επενδυτές εγκατέλειψαν ή «πάγωσαν» τα επενδυτικά τους σχέδια στη χώρα μας. Ενδεικτικά, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου διαμορφώθηκε στις 635,31 μονάδες στις 21.08.2015, από 840,44 μονάδες στις 23.01.2015. Δηλαδή, παρατηρείται μία πτώση της τάξης του 25%.
Ενώ, η αξία των τραπεζικών μετοχών, τους τελευταίους 7 μήνες, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την επαναλειτουργία του Χρηματιστηρίου, έχει καταρρεύσει (η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών μειώθηκε κατά 7,5 δισ. ευρώ μετά την επαναλειτουργία του Χρηματιστηρίου).
Με αποτέλεσμα, η αξία των μετοχών που κατέχει το Ελληνικό Δημόσιο να διαμορφώνεται στις αρχές Αυγούστου 2015 περίπου στα 3 δισ. ευρώ, από 15 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014 (μειωμένες δηλαδή κατά 12 δισ. ευρώ ή κατά 80%).
9ον. Η δημόσια οικονομία έχει αποσταθεροποιηθεί.
Η χώρα έχει επιστρέψει στα πρωτογενή ελλείμματα, μετά από 2 χρόνια πρωτογενών πλεονασμάτων.
Σύμφωνα με το 3ο Μνημόνιο, η Ελλάδα, χωρίς πρόσθετα μέτρα, θα είχε πρωτογενές έλλειμμα 1,5% του ΑΕΠ το 2015, όσο και το 2012.
Υπενθυμίζεται ότι, πέρυσι τον Νοέμβριο, οι θεσμοί προέβλεπαν για φέτος, χωρίς τη λήψη οποιουδήποτε πρόσθετου μέτρου, πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 2% του ΑΕΠ.
Σήμερα, για την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 0,25% του ΑΕΠ το 2015, η 7μηνη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ κατέστησε αναγκαία πρόσθετα, δυσβάστακτα μέτρα, ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ μόνο για το 2015 και συνολικά 13 δισ. ευρώ για την τριετία 2015-2018.
Τα φορολογικά έσοδα παρουσιάζουν μεγάλη και διευρυνόμενη υστέρηση έναντι του στόχου, η οποία ήδη, κατά το επτάμηνο του 2015, διαμορφώθηκε στα 3,5 δισ. ευρώ έναντι του στόχου.
Ενώ, και οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης εμφανίζουν, από τον Μάρτιο, πρωτογενή ελλείμματα, τα οποία και διευρύνονται, υπερβαίνοντας το 1 δισ. ευρώ το 1ο εξάμηνο του 2015.
10ον. Η «εσωτερική στάση πληρωμών» είναι πρωτόγνωρη και έχει οδηγήσει σε «παράλυση» και «ασφυξία» την οικονομία.
Το επτάμηνο του 2015 αγγίζει τα 4,5 δισ. ευρώ, τόσο από τον Τακτικό Προϋπολογισμό όσο και από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.
Ειδικότερα, οι πρωτογενείς δαπάνες είναι χαμηλότερες κατά περίπου 3 δισ. ευρώ έναντι του στόχου.
Ενώ οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) ανήλθαν μόλις στο 1,2 δισ. ευρώ, έναντι στόχου για 2,6 δισ. ευρώ, δηλαδή είναι μειωμένες κατά περίπου 53%!
Αυτή η υποεκτέλεση του Προϋπολογισμού αποτυπώνεται και στη διόγκωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.
Οφειλές οι οποίες ανήλθαν στα 4,6 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2015, αυξημένες κατά 52% από τον Δεκέμβριο του 2014.
Υπενθυμίζεται ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ήταν περίπου 9 δισ. ευρώ στο τέλος του 2012 και διαμορφώθηκαν στα 3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014, μειωμένες κατά 70% τη διετία 2013-2014, ενισχύοντας, ουσιαστικά, τη ρευστότητα στην οικονομία.
11ον. Η παραιτηθείσα κυβέρνηση προέβη σε εσωτερικό αναγκαστικό δανεισμό, «σκουπίζοντας» και τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.
Στο τέλος Ιουνίου 2015, όταν εξαγγέλθηκε το δημοψήφισμα, τα ταμειακά διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου ανέρχονταν μόνο σε 77 εκατ. ευρώ, από 2,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014.
Ενώ, την ίδια περίοδο, το Ελληνικό Δημόσιο είχε δανειστεί από τους φορείς, μέσω της σύναψης repos, 10,5 δισ. ευρώ.
12ον. Το τραπεζικό σύστημα, μετά τη σταθεροποίηση που επετεύχθη το 2014, έχει εισέλθει σε νέες, μεγάλες περιπέτειες και είναι αντιμέτωπο με τεράστιους κινδύνους.
Οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων, από τον Δεκέμβριο του 2014 μέχρι τον Ιούλιο του 2015, μειώθηκαν κατά περίπου 40 δισ. ευρώ ή 25% του συνόλου τους.
Η ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών επιδεινώθηκε, καθώς αυξήθηκαν ραγδαία τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εξαιτίας τόσο της μεγάλης -εφέτος- επιβράδυνσης του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης και της επιστροφής στην ύφεση, όσο και της κουλτούρας μη πληρωμών που καλλιεργούσε επί μακρόν η παραιτηθείσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Σήμερα, η χρηματοδότηση των τραπεζών γίνεται, κυρίως, μέσω του Ευρωσυστήματος.
Έτσι, η χρηματοδότηση μέσω του ELA διαμορφώνεται πλέον σήμερα περίπου στα 86 δισ. ευρώ, από μηδέν στο τέλος του 2014.
Ενώ η συνολική χρηματοδότηση μέσω του Ευρωσυστήματος διαμορφώνεται περίπου στα 126 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας, για πρώτη φορά, το ύψος των καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Παράλληλα, καθίσταται αναγκαία και μία νέα, μεγάλη ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των μη συστημικών και συνεταιριστικών τραπεζών, μέχρι του ύψους των 25 δισ. ευρώ.
Ανάγκες που προέκυψαν, στο σύνολό τους, το 1ο εξάμηνο του 2015.
Και οι οποίες είναι τεράστιες, λαμβάνοντας υπόψη ότι διαμορφώνονται περίπου στο ύψος των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.
13ον. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας έχουν διογκωθεί και η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους έχει επιδεινωθεί δραματικά.
Οι ανάγκες αυτές προέκυψαν, κυρίως, εντός του επταμήνου του 2015, με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαία η σύναψη ενός νέου, μεγάλου δανείου, ύψους 86 δισ. ευρώ, το οποίο συνοδεύεται από το 3ο Μνημόνιο.
Η αναγκαιότητα νέου δανεισμού, όπως επιβεβαιώνουν και οι εκθέσεις των θεσμών, οφείλεται:
- Στο γεγονός ότι η δημόσια οικονομία επέστρεψε στα πρωτογενή ελλείμματα, κάτι το οποίο παρουσιάζεται ως «επίτευγμα», αλλά στην πραγματικότητα δημιουργεί μεγαλύτερες δανειακές ανάγκες για τα επόμενα χρόνια και αποδυναμώνει την προοπτική βιωσιμότητας του χρέους. Επιβάρυνση; Περίπου 8 δισ. ευρώ μόνο για το 2015.
- Στην επιστροφή της οικονομίας στην ύφεση. Επιβάρυνση; Περίπου 11 δισ. ευρώ μόνο για το 2015.
- Στην απροθυμία και αβελτηρία της κυβέρνησης να προχωρήσει στην υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών και αποκρατικοποιήσεων. Επιβάρυνση; Περίπου 10 δισ. ευρώ για την επόμενη τριετία.
- Στην αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, μέσα στο 2015, με αποτέλεσμα η μερική μόνο αποπληρωμή τους να απαιτεί νέο δανεισμό. Επιβάρυνση; Περίπου 5 δισ. ευρώ μόνο για το 2015.
- Στο «σκούπισμα» των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, με αποτέλεσμα, για να αποκατασταθεί ένα μέρος των αποθεματικών και για να επιστραφεί ένα μέρος των ταμειακών διαθεσίμων των ασφαλιστικών ταμείων, των ΟΤΑ και των ΔΕΚΟ, να απαιτείται επιπλέον δανεισμός. Επιβάρυνση; Περίπου 7 δισ. ευρώ για την επόμενη τριετία.
- Στην ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών λόγω της αδράνειας της παρατηθείσας κυβέρνησης, που είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, την επιστροφή στην ύφεση, το κλείσιμο των τραπεζών, τους κεφαλαιακούς περιορισμούς. Επιβάρυνση; Μέχρι 25 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες αυτές οι ανάγκες προέκυψαν επί των ημερών της παρατηθείσας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, υπογραμμίζει ο κ. Σταϊκούρας.