Σταδιακή αποκλιμάκωση του μεριδίου της ΔΕΗ στην αγορά λιανικής καταγράφεται από την αρχή του χρόνου, καθώς το μερίδιό της από περίπου 97% υποχωρεί σε ποσοστό γύρω ή λίγο κάτω από το 95% τους δύο τελευταίους μήνες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΛΑΓΗΕ για τους συμμετέχοντες στην αγορά προμήθειας, προκύπτει ότι το ποσοστό των ανεξάρτητων προμηθευτών έχει αυξηθεί σταδιακά από 3% τον Ιανουάριο του 2015 σε ελάχιστα περισσότερο από 5% τον Ιούλιο, με αντίστοιχες μειώσεις του ποσοστού της ΔΕH.
Ωστόσο, αυτή η μείωση του ποσοστού της ΔΕH στη λιανική σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως αποτέλεσμα της όποιας μεταρρύθμισης στην αγορά, επισημαίνουν παράγοντες του χώρου. Το ποσοστό που έχει η ΔΕH στη λιανική της δίνει τα χαρακτηριστικά του μονοπωλίου στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. Η όποια ελάχιστη μείωση του μεριδίου της θα πρέπει να συνδυαστεί με την τρέχουσα συγκυρία. Δηλαδή στις χαμηλές τιμές ηλεκτρισμού στις γειτονικές χώρες που επιτρέπουν εισαγωγές και στις χαμηλές τιμές φυσικού αερίου που, για εταιρείες προμήθειας, συνδεμένες με εταιρείες ανεξάρτητους παραγωγούς, επιτρέπει να διοχετεύουν στους πελάτες τους μικρές ποσότητες ηλεκτρικού χωρίς ζημία.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τους πρώτους μήνες του χρόνου και έως ότου προκύψουν οι μεγάλες αβεβαιότητες στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, εταιρείες προμήθειας είχαν προγραμματίσει και υλοποιούσαν προγράμματα μάρκετινγκ για προσέλκυση πελατών που στόχευαν είτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματικών καταναλωτών, είτε οικιακών. Όλα δε αυτά ενόψει υλοποίησης των δημοπρασιών «πακέτων» ηλεκτρικής ενέργειας εκ μέρους της ΔΕH (δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ), στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της χώρας για άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού.
Ανέμεναν δηλαδή οι ανεξάρτητοι προμηθευτές (Elpedison, Protergia, Ήρων, Watt and Volt, Greenenv κ.ά.) να αποκτήσουν πρόσβαση και αυτοί σε ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνιτικά και υδροηλεκτρικά εργοστάσια που θα τους επέτρεπαν να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις την υπερδεσπόζουσα επιχείρηση που μόνο αυτή έχει πρόσβαση σε αυτές τις πηγές ενέργειας.
Ωστόσο, από τα πράγματα φαίνεται ότι το μεγαλύτερο όφελος των προγραμμάτων μάρκετινγκ ήταν το ευρύ κοινό να γνωρίσει την ύπαρξη και άλλων προμηθευτών πέραν της ΔΕΗ. Κατά τα άλλα, η οικονομική στενότητα μεγάλης μερίδας των καταναλωτών, η γενικότερη αβεβαιότητα και η περιορισμένη δυνατότητα των ανεξάρτητων προμηθευτών να προσφέρουν ευθέως ανταγωνιστικά πακέτα σε μικρούς καταναλωτές, περιόρισαν την πρόσβασή τους σχεδόν αποκλειστικά σε επιχειρηματικούς καταναλωτές, όπως αλυσίδες εμπορικών, μικρές ή μεγαλύτερες βιομηχανίες (λατομεία, εγκαταστάσεις έτοιμου μπετόν, ξενοδοχεία κ.λπ.).
Τι κάνει η ΔΕΗ
Πάντως η προοπτική των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνιτικά κ.λπ., που ως προαπαιτούμενο περιλαμβάνεται στο Μνημόνιο που υπέγραψε η κυβέρνηση Σύριζα-ΑΝΕΛ, κινητοποίησε περισσότερο τη ΔΕH.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η πρόσφατη απόφαση της επιχείρησης για επιστροφή του παγίου τέλους στους καταναλωτές που πληρώνουν χωρίς καθυστέρηση τους λογαριασμούς τους (κόστος περίπου 80 εκατ. ετησίως) εντάσσεται στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει εκ των προτέρων τον ανταγωνισμό που δυνητικά θα μπορούσε να προκύψει από την πρόσβαση των ανεξάρτητων προμηθευτών σε ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας μέσω των δημοπρασιών. Το ίδιο ισχύει και για τις εκπτώσεις που πρόσφερε η ΔΕH σε άλλες κατηγορίες καταναλωτών.
Αλλες εκτιμήσεις, όμως, σημειώνουν ότι η προσπάθεια δέσμευσης καταναλωτών από εταιρεία που είναι υπερδεσπόζουσα στην παραγωγή και μονοπωλιακή στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, με πρακτικές μάρκετινγκ που μπορούν να εφαρμόζονται μόνο σε πλήρως απελευθερωμένη αγορά, εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσο αποτελούν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, εφόσον εφαρμόζονται πριν από το αναμενόμενο άνοιγμα της αγοράς.
Αυτό όμως, μένει να διερευνηθεί από τους άμεσα ενδιαφερόμενους.