Το ΔΝΤ φωτογραφίζει η κυβέρνηση ως βασικό εμπόδιο για την ολοκλήρωση της συμφωνίας με τους εταίρους, καταγγέλλοντας ότι εξακολουθεί να ζητά περικοπές συντάξεων 1% του ΑΕΠ και αύξηση εσόδων από το ΦΠΑ ανάλογου ύψους, δηλαδή αθροιστικά ποσό που φτάνει τα 3,6 δισ. ευρώ.
Όπως επισημαίνει η ελληνική αντιπροσωπεία «παρέδωσε στους θεσμούς συμπληρωματικές προτάσεις που καλύπτουν πλήρως το δημοσιονομικό κενό και τα πρωτογενή πλεονάσματα», ωστόσο «δεν θα δεχτεί ποτέ καμία μείωση σε συντάξεις και μισθούς ή αυξήσεις, μέσω του ΦΠΑ, σε προϊόντα πρώτης ανάγκης, όπως για παράδειγμα το ηλεκτρικό ρεύμα»
Αναλυτικά όπως ενημερώνει το Μέγαρο Μαξίμου, η κυβέρνηση έχει καταθέσει τις προτάσεις της έγκαιρα [01.06.2015], όπως και δύο επεξεργασμένα κείμενα που αφορούν την βιωσιμότητα του χρέους και το δημοσιονομικό κενό.
Υποστηρίζει πως «η ελληνική αντιπροσωπεία, μάλιστα, που βρίσκεται στις Βρυξέλλες από το Σάββατο, παρέδωσε στους θεσμούς συμπληρωματικές προτάσεις που καλύπτουν πλήρως το δημοσιονομικό κενό και τα πρωτογενή πλεονάσματα. Προτάσεις που ανοίγουν το δρόμο για την τελική συμφωνία που θα καλύπτει τους τρεις πυλώνες –δημοσιονομικό, χρηματοδοτικό και αναπτυξιακό».
Εδώ όμως αρχίζουν τα προβλήματα. Το Μαξίμου ξεκαθαρίζει ότι «δεν θα δεχτεί ποτέ καμία μείωση σε συντάξεις και μισθούς ή αυξήσεις, μέσω του ΦΠΑ, σε προϊόντα πρώτης ανάγκης, όπως για παράδειγμα το ηλεκτρικό ρεύμα. Κανένα υφεσιακό μέτρο που θα υπονομεύει την ανάπτυξη –το πείραμα αρκετά κράτησε», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Καταγγέλλει πως το ΔΝΤ επιμένει να ζητά περικοπές συντάξεων ύψους 1% του ΑΕΠ, δηλαδή 1,8 δισ. ευρώ το χρόνο, και Και άλλο ένα 1% του ΑΕΠ από την αύξηση του ΦΠΑ. Τις δυο απαιτήσεις χαρακτηρίζει «μέτρα που αφορούν τα λαϊκά στρώματα και τους εργαζόμενους και αποδεδειγμένα οδηγούν σε νέο κύκλο ύφεσης».
«Η αντιπροσωπεία της ελληνικής κυβέρνησης παραμένει σε ετοιμότητα για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και την επίτευξη της αμοιβαίας επωφελούς συμφωνίας», καταλήγει η άτυπη ενημέρωση της κυβέρνησης.