«Στα κάγκελα» βρίσκεται ακόμη μια φορά η βιομηχανία, με αφορμή τις προτάσεις των θεσμών για το ενεργειακό κόστος. Τη στιγμή που οι συμβάσεις «διακοψιμότητας» τις οποίες υποσχέθηκε ο αρμόδιος υπουργός ως μέτρο μείωσης του ενεργειακού κόστους παραπέμπονται στις καλένδες και η ΔEΗ δεν δείχνει διάθεση διαπραγμάτευσης με τις βιομηχανίες, έρχονται οι θεσμοί και «επιβάλλουν» την κατάργηση της έκπτωσης 20% που αποφάσισε πέρυσι η Γ.Σ. της ΔEΗ, λένε στο Euro2day.gr εκπρόσωποι της βιομηχανίας.
Εφόσον τελικά η ελληνική κυβέρνηση αποδεχτεί την πρόταση των θεσμών, αυτό θα σημάνει άμεσα τη διακοπή λειτουργίας όσων βιομηχανιών ενεργειακής έντασης επιβιώνουν λειτουργώντας τις νυκτερινές ώρες και τις αργίες, χάρη στην έκπτωση αυτή. Όπως λένε οι ίδιοι, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν η ΔEΗ είχε διάθεση για διαπραγμάτευση με βάση τα πραγματικά κοστολογικά δεδομένα για την παραγωγή ηλεκτρικού από λιγνιτικές μονάδες, την αναγνώριση της πραγματικότητας ως προς το ποιες είναι οι ώρες αιχμής στο Σύστημα και το πώς διαμορφώνεται το καταναλωτικό προφίλ της κάθε βιομηχανίας.
Ωστόσο μέχρι στιγμής η λιγνιτική παραγωγή βαίνει μειούμενη, καθώς η ΔEΗ προτιμά τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας έναντι των εγχώριων (μία στις τέσσερις κιλοβατώρες είναι εισαγόμενη), τα κοστολογικά στοιχεία που έτσι και αλλιώς τα εμφανίζει «φουσκωμένα» αυξάνουν περισσότερο λόγω της μειωμένης απασχόλησης του παραγωγικού της εξοπλισμού (λιγνιτωρυχεία, μονάδες ηλεκτροπαραγωγής), ενώ εφαρμόζει μεθοδολογία για τις ώρες αιχμής στο Σύστημα και άρα υψηλού κόστους κιλοβατώρας, που δεν λαμβάνουν υπ΄όψιν τη συνεισφορά των ΑΠΕ.
Με τα δεδομένα αυτά και έως ότου ετίθεντο σε εφαρμογή μηχανισμοί και μέτρα όπως οι δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ, ή οι συμβάσεις διακοψιμότητας, η έκπτωση επί των τιμολογίων της ΔEΗ, αποτελούσε μια προσωρινή λύση για την ελάφρυνση των βιομηχανιών από το υψηλό ενεργειακό κόστος, λόγω και της υπερφορολόγησης που επέβαλαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις (2,5 και 5 ευρώ οι 1.000 κιλοβατώρες στην Υψηλή και Μέση Τάση αντιστοίχως).
Τώρα και σε ό,τι αφορά τις συγκεκριμένες εκπτώσεις οι οποίες ελήφθησαν με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ΔEΗ, οι οχλήσεις από την ΕΕ ήταν συνεχείς. Θεωρείται δηλαδή ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως κρατική ενίσχυση, μη συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, καθώς προέκυψαν όχι από ελεύθερες διαπραγματεύσεις μεταξύ προμηθευτή (ΔΕΗ) και πελάτη, αλλά με κυβερνητική απόφαση η οποία εκφράστηκε στη γενική συνέλευση των μετόχων (συμμετοχή δημοσίου στη ΔEΗ 51%).
Μέχρι στιγμής η μη παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συνδέονταν με τις ευρύτερες εκκρεμότητες στο πλαίσιο του μνημονίου και με την προοπτική να ισχύουν οι δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ, από τις οποίες θα προέκυπταν καλύτεροι όροι προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και για τη βιομηχανία.
Το γεγονός πάντως ότι οι Θεσμοί φέρονται να ζητούν την ακύρωση των εκπτώσεων, χωρίς να είναι βέβαιο ότι προηγουμένως μπορούν να εξασφαλίσουν μια ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά ενέργειας όπως ισχύει για τους ευρωπαίους ανταγωνιστές μας, σε μερίδα της βιομηχανίας εμβάλει υπόνοιες ακόμη και ως «εξυπηρέτηση» των ανταγωνιστών της ελληνικής εξαγωγικής βιομηχανίας.