Όσο καθυστερεί η συμφωνία με τους εταίρους τόσο μειώνεται η ρευστότητα του ελληνικού Δημοσίου και τόσο η πραγματική οικονομία της χώρας βυθίζεται στην ύφεση. Τα περιθώρια πλέον έχουν στενέψει και, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών κ. Γιάννη Βαρουφάκη, «οι διαπραγματεύσεις πλέον βρίσκονται στο πιο επισφαλές τους σημείο».
Σ' αυτό το περιβάλλον, ο επιχειρηματικός κόσμος δεν φοβάται μόνο το ενδεχόμενο «να πέσει η χώρα στα βράχια», αλλά και τοσενάριο σκληρών φορολογικών μέτρων που θα ακολουθήσουν μετά τη συμφωνία και μπορεί να βυθίσουν ακόμα περισσότερο την αγορά, ακόμα κι αν βρεθεί λύση στο πρόβλημα της χώρας.
Όσο για εκείνους τους επενδυτές που επιμένουν να αγοράζουν ελληνικές μετοχές, είτε τοποθετούνται βραχυπρόθεσμα ποντάροντας σε μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους είτε, εναλλακτικά, αγοράζουν εξωστρεφείς και ισχυρές εταιρείες σε μεσομακροπρόθεσμη βάση.
«Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται στο πιο επισφαλές τους σημείο» και επιπλέον «τα οικονομικά του Δημοσίου αντέχουν ακόμη για περίπου δύο εβδομάδες», δήλωσε (προ εβδομάδας...) ο υπουργός Οικονομικών, κ. Γιάννης Βαρουφάκης, γεγονός που σημαίνει πως η συμφωνία δεν έχει κλείσει, ωστόσο υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως θα μπορούσε να... βγει λευκός καπνός μέσα στις επόμενες ημέρες.
Προσπαθώντας πάντως, κάποιος να ερμηνεύσει τα πράγματα και να οριοθετήσει τις μέχρι τώρα διαφορές, θα μπορούσε να σημειώσει:
1. Σημαντικό μέρος των δανειστών (μεταξύ των οποίων η Γερμανία και το ΔΝΤ) επιμένει ακόμη πως τα πράγματα βρίσκονται εκεί που τα άφησε η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας. Δηλαδή θα πρέπει να κλείσει η εκκρεμούσα 5η αξιολόγηση, προκειμένου να ληφθεί η εκκρεμούσα δόση. Και πως στη συνέχεια οι Ευρωπαίοι θα εξέταζαν ένα ενδεχόμενο νέο αίτημα δανεισμού από την Ελλάδα, προφανώς κάτω από (μνημονιακούς) όρους.
2. Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει πως οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου άλλαξαν άρδην την κατάσταση, πως η εκκρεμούσα αξιολόγηση δεν υπάρχει και πως θα πρέπει να βρεθεί μια «πολιτική λύση» ώστε η χώρα να χρηματοδοτηθεί σε βάθος χρόνου. Αυτή μάλιστα η «πολιτική λύση» θα πρέπει να μην περιλαμβάνει μέτρα ύφεσης και λιτότητας και να προβλέπει την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Παράλληλα, υπάρχουν κάποιες φωνές μεταξύ των κυβερνητικών βουλευτών που δηλώνουν ότι θα προτιμούσαν τη ρήξη σε σύγκριση με ένα νέο πακέτο σκληρών μέτρων.
3. Κύκλοι της ευρωζώνης διαπραγματεύονται το ενδεχόμενο μιας προσωρινής λύσης με την Ελλάδα μετά από ένα πακέτο καθόλου ευκαταφρόνητων δημοσιονομικών κυρίως μέτρων, που θα λάβει άμεσα η χώρα και στα οποία δεν θα περιλαμβάνονται ορισμένες από τις «κόκκινες κυβερνητικές γραμμές» (εργασιακό, ασφαλιστικό).
Τα δύο αυτά καυτά ζητήματα θα εξεταστούν μέσα στο καλοκαίρι, προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να κερδίσει πολιτικό χρόνο.
Ανάμεσα στις τρεις αυτές διαφορετικές οπτικές, κανείς δεν είναι σήμερα σε θέση να προβλέψει με ασφάλεια το ποια θα επικρατήσει στο τέλος ή, έστω, ποιος συνδυασμός τους θα υιοθετηθεί.
Η άμεση λύση και η επόμενη μέρα
Το μόνο βέβαιο είναι πως οι Έλληνες επιχειρηματίες ζητούν λύση... χθες, δυσφορώντας έντονα για το πόσο επιζήμια έχει αποβεί για την πραγματική οικονομία η πολύμηνη καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων. Ήδη, παρά την πολύ καλή συγκυρία (πτώση ευρώ και τιμής καυσίμων) το ΑΕΠ του πρώτου φετινού τρίμηνο ήταν χαμηλότερο από το αντίστοιχο του τελευταίου τριμήνου του 2014, ενώ, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, τα πράγματα έχουν επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο από τον Απρίλιο μέχρι σήμερα. Επιπλέον, κανείς δεν είναι σε θέση να διαφωνήσει επί της ουσίας με τα στοιχεία του περιβόητου e-mail που έφυγε από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Με άλλα λόγια, οι Έλληνες επιχειρηματίες θέλουν μια άμεση συμφωνία κυρίως επειδή φοβούνται πως όσο οι συζητήσεις παρατείνονται, τόσο περισσότερες πιθανότητες κερδίζει το σενάριο της ρήξης. «Φοβάμαι πως αυτή τη φορά οι Ευρωπαίοι δεν θα θελήσουν μια συμφωνία που απλά να μεταφέρει το πρόβλημα για ένα-δυο χρόνια, αλλά θα επιδιώξουν είτε να βάλουν γερά το μαχαίρι στο κόκαλο είτε να μας δείξουν την άγουσα προς τα... αποδυτήρια».
Η άποψη αυτή, βέβαια, φαίνεται να μην είναι η επικρατέστερη μεταξύ των επιχειρηματιών (παρότι αρκετοί βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ διαβεβαιώνουν ακόμη και σήμερα πως θα καταψηφίσουν δύσκολα μέτρα που ενδεχομένως θα έρθουν προς ψήφιση), οι οποίοι σε γενικές γραμμές, πιστεύουν πως τελικά όλο και κάποια λύση θα βρεθεί και πως η Ελλάδα θα παραμείνει στη ζώνη του ευρώ.
Παράπλευρες απώλειες
Αντίθετα, μεγαλύτερη είναι η αγωνία των Ελλήνων επιχειρηματιών για την επόμενη μέρα της συμφωνίας, καθώς φοβούνται πως θα δημιουργηθεί ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό μίγμα για την πραγματική οικονομία, καθώς:
• Η αύξηση του μέσου συντελεστή ΦΠΑ θα μειώσει δραστικά το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και παράλληλα θα μειώσει τη ζήτηση σε μια σειρά από κλάδους.
• Όπως δείχνουν τα πράγματα, σειρά επιβαρύνσεων θα αφορά τις ευρύτερες τουριστικές δραστηριότητες, έστω μετά από το προσεχές φθινόπωρο.
• Λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις θα πλήξουν και αυτές τη ζήτηση. «Ο μεγάλος άγνωστος είναι το ύψος των μέτρων που θα ληφθούν. Αν για παράδειγμα η κυβέρνηση προτείνει πρόσθετα φορολογικά έσοδα της τάξεως ακόμη και των 3 δισ. ευρώ -ακούγονται και μεγαλύτερα νούμερα- τότε είναι αδύνατον να μην πληγεί η πραγματική οικονομία, είναι αδύνατον να μην μπούμε σε μια φάση ύφεσης τουλάχιστον για το επόμενο δωδεκάμηνο», δηλώνει γνωστός παράγοντας της αγοράς.
• Σειρά επενδύσεων που θα μπορούσαν να έρθουν από το εξωτερικό και να τονώσουν την ελληνική οικονομία φαίνεται -επί του παρόντος τουλάχιστον- να αντιμετωπίζονται με καχυποψία από την κυβέρνηση (ενδεικτική η καταδίκη της επένδυσης στο Ελληνικό από υπουργό της κυβέρνησης).
• Το ζήτημα του θεσμικού πλαισίου για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δύσκολα θα κλείσει μέσα στο 2015, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να αντιμετωπίζουν ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες.
Γενικώς... αναμονή
Σ' αυτό το περιβάλλον, ορισμένοι επενδυτές του Χρηματιστηρίου αγοράζουν ποντάροντας σε μια συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαίων, καθώς θεωρούν πως η συμφωνία θα συνοδευτεί και από αξιοσημείωτη -βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον- άνοδο. Οι πλείστοι που αγοράζουν με μεσομακροπρόθεσμη προοπτική, επιλέγουν εξωστρεφείς και άλλες ισχυρές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι φθηνότερες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές και μπορούν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους ακόμη και μέσα σε ένα δυσμενές σενάριο για την ελληνική οικονομία.
Οι βραχυπρόθεσμοι επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στον τραπεζικό κλάδο, ο οποίος συνοδεύεται και από έντονες διακυμάνσεις. Τέλος, οι περισσότεροι τηρούν στάση αναμονής, διαθέτοντας το μεγαλύτερο ποσοστό του χαρτοφυλακίου τους σε μετρητά και τίτλους σταθερού εισοδήματος σε Ελλάδα και εξωτερικό.
ΧΑ: Αισιοδοξία σε... σαθρό έδαφος
Σαφές ποντάρισμα στο θετικό σενάριο δείχνει το ταμπλό του Χ.Α. αλλά και η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων ακόμα και μετά το τέλος του Eurogroup της 11ης Μαΐου, όπου η ελληνική πλευρά αρκέστηκε απλώς σε μια θετική δήλωση καταγραφής της προόδου που έχει επιτευχθεί.
Οι μετοχές συνεχίζουν την ανοδική τους τροχιά, με τον Γενικό Δείκτη του Χ.Α. να έχει αναρριχηθεί εντός της προηγούμενης εβδομάδας έως τις 850 μονάδες περίπου και ο δείκτης της υψηλής κεφαλαιοποίησης στις 250 μονάδες, παρά την πτώση της Παρασκευής.
Οι μετοχές της υψηλής κεφαλαιοποίησης σημειώνουν σημαντική άνοδο από τα χαμηλά τους στα τέλη του Απριλίου. Οι τραπεζικές μετοχές των Πειραιώς και Eurobank έχουν κινηθεί ανοδικά 135% και 78% αντίστοιχα, ενώ η Εθνική και η Alpha Bank σημειώνουν μικρότερες αποδόσεις της τάξεως του 35% και 40%.
Συνεπώς, στα πλαίσιο μιας ευνοϊκής εξέλιξης, στο θετικό σενάριο, θα μπορούσε να επιχειρηθεί άνοδος έως τις 870 μονάδες αρχικά και έως τα πρόσφατα υψηλά στις 950 μονάδες, η οποία να υποστηρίζεται τόσο υπό το πρίσμα του ράλι ανακούφισης όσο και από την αποτύπωση καλύτερων αποτιμήσεων στο Χ.Α. σε συγκεκριμένες εταιρείες.
Ωστόσο, μερίδα της αγοράς επισημαίνει ότι, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί σε επίπεδο συζητήσεων στα τεχνικά κλιμάκια, η επίτευξη συμφωνίας και βάσει των δηλώσεων του πρόεδρου του Eurogroup, κ. Ντάισελμπλουμ, θα καθυστερήσει αφού εκκρεμεί η παρουσίαση από την ελληνική κυβέρνηση λεπτομερών και κοστολογημένων ισοδύναμων μέτρων, τα οποία θα επιφέρουν τις αλλαγές που επιθυμεί στη συνολική συμφωνία. Παράλληλα, η ΕΚΤ απέφυγε την αύξηση του haircut στα εχέγγυα των ελληνικών τραπεζών, αλλά μπορεί να μην γίνει το ίδιο στις 25 Μαΐου, αυξάνοντας την πίεση για την επιτάχυνση των διαδικασιών και των διαπραγματεύσεων.
Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι το ράλι ανακούφισης που παρατηρείται στις τιμές των ελληνικών μετοχών πολύ πιθανόν να είναι της μορφής που έλαβε έως και τη συμφωνία στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου. Το ελληνικό χρηματιστήριο ανήλθε ως τις 950 μονάδες περίπου και έπειτα σημείωσε νέα χαμηλά στις 690 μονάδες. Για ένα μέρος της αγοράς το σενάριο αυτό είναι και το πιο πιθανό, αφού ακόμα και αν υπάρξει τελικά συμφωνία, την επόμενη μέρα στην εξίσωση της αγοράς θα προστεθεί το θέμα της εφαρμογής της.