Η προδιαγεγραμμένη διαφωνία των κοινωνικών εταίρων αναφορικά με τη σταδιακή επαναφορά του κατώτατου μισθού, σε δύο φάσεις, στα 751 ευρώ, όπως προβλέπεται στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας, κατεγράφη και στη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ).
Έχοντας χάσει έναν εγχώριο σύμμαχο -από τον οποίο δεν περίμενε και πολλά, αφού οι εργοδοτικοί φορείς είχαν εκφράσει και κατ' ιδίαν και στην τριμερή σύσκεψη τις επιφυλάξεις αλλά και σε αρκετά σημεία τις αντιδράσεις τους-, ο υπουργός Εργασίας Πάνος Σκουρλέτης μεταβαίνει σήμερα στη Γενεύη, την έδρα του ILO, προκειμένου να λάβει από τον επικεφαλής της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας Γκάι Ράιντερ μια θετική αξιολόγηση.
Σύμφωνα άλλωστε με τον κ. Σκουρλέτη, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι μια κατάκτηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και βρίσκονται στον πυρήνα του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Ειδικά για το θέμα του κατώτατου μισθού, ο υπουργός Εργασίας εκτιμά ότι δεν αποτελεί πρόβλημα, απλώς οι εκπρόσωποι των δανειστών δεν τολμούν να υπερασπιστούν τη θέση της μη επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων και επιδιώκουν με αιχμή τα 751 ευρώ να στείλουν το συγκεκριμένο νομοθέτημα στις καλένδες.
Στη γνωμοδότηση της ΟΚΕ, πάντως, επικρατεί η άποψη για καθορισμό του κατώτατου μισθού από τους κοινωνικούς εταίρους και όχι από το κράτος, ενώ εκφράστηκαν ενστάσεις, κυρίως από τους εργοδοτικούς φορείς, σχεδόν για το σύνολο των διατάξεων του σχεδίου νόμου για τα εργασιακά.
Εκτός δηλαδή από το θέμα του κατώτατου μισθού, δεν υπήρξε συμφωνία ούτε για τις ωριμάνσεις, την ικανότητα των εργοδοτικών οργανώσεων για σύναψη συμβάσεων ανεξάρτητα από το τι ορίζει το καταστατικό τους, την επαναφορά της αρχής της ισχύος της ευνοϊκότερης διάταξης για τον εργαζόμενο σε περίπτωση συρροής συμβάσεων, αλλά και για τη λειτουργία του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), με τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής αλλά και την κατάργηση της δυνατότητας να προσβάλλονται οι διαιτητικές αποφάσεις στη Δικαιοσύνη (διατηρήθηκε μόνο η δυνατότητα να προσβάλλονται ως προς το κύρος τους, στα αρμόδια μονομελή πρωτοδικεία).
Η βασικότερη ένσταση βέβαια των κοινωνικών εταίρων αφορά ένα από τα κεντρικά σημεία του σχεδίου νόμου που προκαλεί ρωγμές και στη διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους των θεσμών και δεν είναι άλλη από τη σταδιακή επαναφορά του κατώτατου μισθού. Σύμφωνα με την ΟΚΕ, ο κοινωνικοί εταίροι είναι αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα από τη δημόσια διοίκηση τις αντοχές των επιχειρήσεων και τις ανάγκες των εργαζομένων.
Παρ' όλα αυτά όμως, η ΟΚΕ αξιολογεί ως θετική την επαναφορά της καθολικότητας του κεντρικότερου θεσμού συλλογικών εργασιακών σχέσεων στη χώρα μας που είναι η εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας, καθώς αποτελεί αναγνώριση της ωριμότητας των κοινωνικών εταίρων που ακόμη και σε συνθήκες οικονομικής κρίσης το 2010 ήταν σε θέση να καταλήξουν σε μια σύμβαση αμοιβαία επωφελή, η οποία λάμβανε υπ' όψιν και τις δύσκολες συνθήκες της οικονομίας.
Αλλά και σε ό,τι αφορά τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας είναι, κατ' αρχάς, θετική η επαναφορά της δυνατότητας επέκτασής τους και στις επιχειρήσεις του κλάδου που δεν μετείχαν ή δεν εκπροσωπήθηκαν στις διαπραγματεύσεις υπό την προϋπόθεση ότι η Σ.Σ.Ε. δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος.
Με τον τρόπο αυτό, δεν είναι δυνατή η αυτοεξαίρεση ορισμένων επιχειρήσεων από κλαδικές συμβάσεις στις οποίες μετέχουν άλλες ανταγωνιστικές τους και έτσι δε δίδεται ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε αυτές, που θα νόθευε τον ανταγωνισμό, ενώ, μεσοπρόθεσμα, θα οδηγούσε στην κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας.