Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα είχε δραματικές συνέπειες για τη χώρα, υπογραμμίζει σε ανακοίνωσή του το ΙΟΒΕ.
Όπως αναφέρει, η πρόβλεψη για επιπλέον μεγάλη μείωση των εισοδημάτων και αύξηση της ανεργίας για τουλάχιστον μία διετία δεν είναι παρακινδυνευμένη. Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις, στις επόμενες γενιές, θα ήταν βαριές.
Η βλάβη για την ευρωζώνη θα ήταν επίσης σημαντική, αν και είναι πολύ πιθανό ότι θα προκαλούνταν επίσης η στενότερη ένωση ανάμεσα μόνο στις περισσότερο ανταγωνιστικές οικονομίες της ηπείρου. Δεδομένου του εξαιρετικά υψηλού αυτού κόστους, είναι παράδοξο να γίνεται επίκληση από οποιαδήποτε πλευρά του ενδεχόμενου εξόδου, ακόμη και ως διαπραγματευτικής απειλής.
Η επιλογή για την επίτευξη συμφωνίας είναι αυτονόητη, με την Ελλάδα να παραμένει σαφώς και αυστηρά στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης. Κάθε εναλλακτική καλώς απορρίπτεται ως ανεύθυνη και καταστροφική.
Ταυτόχρονα, κάθε άλλη ρωγμή στην ομαλή λειτουργία του οικονομικού συστήματος στη χώρα πρέπει επίσης οπωσδήποτε να αποτραπεί. Η εμπειρία δείχνει ότι όταν χάνεται η εμπιστοσύνη, λόγω μη προβλεπόμενων περιορισμών και άλλων μη ομαλών εξελίξεων, οι συνέπειες έχουν αντίκτυπο στην οικονομία για δεκαετίες.
Η διαπραγμάτευση που εξελίσσεται ανάμεσα στην Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους μπορεί να οδηγήσει σε ουσιαστικά θετικό αποτέλεσμα μόνο αν τεθεί από όλους ως αδιαπραγμάτευτος στόχος η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας, το συντομότερο, σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με διατηρήσιμο τρόπο.
Αποτελεί προϋπόθεση να κεφαλαιοποιήσουν όλες οι πλευρές την πολύ σημαντική οικονομική προσαρμογή κατά τα τελευταία χρόνια όπως και την καταγραφή θετικής ανάπτυξης το περασμένο έτος, ακόμη και αν η τελευταία στηρίχτηκε περισσότερο στη βελτίωση των προσδοκιών και λιγότερο σε ένα νέο πρότυπο εξωστρεφούς παραγωγής.
Εξίσου σημαντική προϋπόθεση είναι να διορθωθούν οι αστοχίες που υπήρξαν και κυρίως οι αμφισημίες στην εφαρμογή των απαραίτητων αλλαγών, η έλλειψη ευρείας συναίνεσης και η κλιμακούμενη επιβάρυνση όσων προσφέρουν την παραγωγή, εργαζόμενων και επιχειρήσεων.
Η βαθιά ύφεση που έχει διανύσει η οικονομία οφείλεται κυρίως στην καταβύθιση των επενδύσεων. Η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης και θετικών επιχειρηματικών προσδοκιών αποτελεί συνθήκη για την αύξησή τους. Με επίπεδο περίπου στο μισό από το απαραίτητο και με την εγχώρια αποταμίευση να έχει στερέψει σε μεγάλο βαθμό, για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και νέο εισόδημα είναι απαραίτητο να υπάρξει ένα κύμα επενδύσεων, κάθε μορφής και είδους, από το εξωτερικό.
Προκειμένου να μην υπάρξει περαιτέρω μείωση των μισθών αλλά αύξησή τους, συνεπώς, είναι μονόδρομος η βελτίωση των δομικών όρων λειτουργίας της οικονομίας. Πρέπει άμεσα να γίνει ουσιαστική άρση εμποδίων στις αγορές, δραστική απλούστευση διαδικασιών στη δημόσια διοίκηση και ποιοτική αναβάθμιση του συστήματος εκπαίδευσης και δικαιοσύνης. Οι ίδιες ακριβώς παρεμβάσεις θα επιτρέψουν, ως επείγουσα προτεραιότητα, την καταπολέμηση της διαφθοράς και την ουσιαστική προστασία των πραγματικά αδυνάμων.
Η άρση της παρατεταμένης αβεβαιότητας είναι απαραίτητη και για την ισότιμη συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκή σκηνή. Βραχυπρόθεσμα, θα ωφεληθεί από την αναπτυξιακή στροφή της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής. Μεσοπρόθεσμα, θα αποτελέσει μέρος μιας οικογένειας κρατών που εφαρμόζουν πολιτικές μεταξύ τους σύγκλισης και έχουν από τα ανώτερα βιοτικά επίπεδα παγκοσμίως. Η απόφαση είναι απόλυτα κρίσιμη όσο και προφανής, καταλήγει το Ιδρυμα.