Τρία σενάρια αναλύει η Deutsche Bank για την Ελλάδα στα οποία δίνει και ίση πιθανότητα για τις διαπραγματεύσεις της χώρας με τους ευρωπαίους εταίρους της.
Παράλληλα επισημαίνει ότι ο συμβιβασμός θα απαιτήσει παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές.
Εναλλακτική # 1: Καμία συμφωνία και αναστολή της χρηματοδότησης από την ΕΚΤ
Αυτό είναι το χειρότερο αποτέλεσμα και για τις δύο πλευρές, το οποίο μπορεί να προκύψει από μια διακοπή των διαπραγματεύσεων ή αδυναμία να ολοκληρωθούν οι συνομιλίες πριν τελειώσει η χρηματοδότηση. Αφορμή για κάτι τέτοιο θα ήταν η αποτυχία εξυπηρέτησης μια επερχόμενη αποπληρωμή του χρέους από την ελληνική πλευρά και αυτό με τη σειρά του οδηγεί την ΕΚΤ να αναστείλει την επιλεξιμότητα των εξασφαλίσεων –και de-facto αναστολή του συστήματος πληρωμών Target 2. Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας έκβασης για την εγχώρια οικονομία, το αποτέλεσμα αυτό θα ήταν ανεπιθύμητο για την ελληνική κυβέρνηση. Αν ανασταλεί η χρηματοδότηση της ΕΚΤ, οι έλεγχοι κεφαλαίου θα τεθούν σε εφαρμογή, καθώς νέες συνομιλίες θα ξεκινήσουν γύρω από ένα εναλλακτικό πακέτο χρηματοδότησης ή πιθανή έξοδο από το ευρώ αλλά κάτω από πιο τεταμένο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον.
Εναλλακτική # 2: Πλήρης συμφωνία η οποία επικυρώνεται από τη Βουλή
Αυτό θα ήταν το λιγότερο διασπαστικό αποτέλεσμα από οικονομική και χρηματοοικονομική προοπτική αν και εγείρει ακόμη δύο ερωτήματα. Πρώτον, αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρόθυμη να υποστηρίξει ανεπιφύλακτα μια τέτοια συμφωνία μέσω της κοινοβουλευτικής διαδικασίας κύρωσης. Δεύτερον και ανεξάρτητα από το κομματική ηγεσία, αν αυτό θα ήταν δεκτό τόσο από την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Μια συμφωνία ωστόσο εξακολουθεί να είναι πιθανό να περάσει από το ελληνικό κοινοβούλιο, δεδομένου ότι ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι μέρη πρότειναν προληπτική υποστήριξη. Σε αυτήν την περίπτωση θα απαιτούνταν νέος σχηματισμός κυβέρνησης συνασπισμού (με ή χωρίς τον κ. Τσίπρα ως πρωθυπουργό) ή στην χειρότερη περίπτωση νέα εκλογές, με αβεβαιότητα.
Εναλλακτική # 3: «Απρόθυμη» συμφωνία που ακολουθείται από ένα δημοψήφισμα
Η απαίτηση να συμβιβαστούν με την Ευρώπη σε συνδυασμό με την ανάγκη να ανταποκριθούν στην έντονη εσωτερική πολιτική πίεση, μπορεί να είναι το μονοπάτι που θα οδηγήσει σε ένα δημοψήφισμα. Η ανάγκη για την αποτροπή των ελέγχων κεφαλαίου θα οδηγήσει σε μια «απρόθυμη» συμφωνία με τους θεσμούς, με παράλληλη ανοικτή αναγνώριση ότι αυτό δεν πληροί τις εκλογικές υποσχέσεις της κυβέρνησης και ότι αποτελεί το δεύτερο-καλύτερο αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση θα πρέπει τότε να υποβάλει μια τέτοια συμφωνία σε δημοψήφισμα. Μια τέτοια έκβαση δημιουργεί έναν αριθμό των θεμάτων. Κατ’ 'αρχάς, αν είναι δυνατόν ένα δημοψήφισμα, δεδομένου ότι το ελληνικό σύνταγμα απαγορεύει δημοψηφίσματα για θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, αν και μπορεί αυτό το εμπόδιο να ξεπεραστεί.
Δεύτερον, εάν η ελληνική κυβέρνηση θα υποστηρίξει το δημοψήφισμα ή όχι. Είναι δύσκολο να προβλεφθεί το ερώτημα που θα θέτει ένα δημοψήφισμα.
Αν δεν το υποστηρίζει η ίδια η κυβέρνηση αυτό θα ισοδυναμούσε με την κατάρρευση των συνομιλιών, βάζοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε κίνδυνο και πιθανόν θα οδηγήσει σε αναστολή της χρηματοδότησης της ΕΚΤ πριν από το δημοψήφισμα λάβει χώρα.
Συνεπώς, το πιο πιθανό αποτέλεσμα σε ένα δημοψήφισμα είναι μια «απρόθυμη» κυβερνητική στήριξη, με ένα δημοψήφισμα για τη σύναψη συμφωνίας, την παραμονή στο ευρώ και με την υποστήριξη από τα άλλα μετριοπαθή κόμματα, να το δημοψήφισμα να περάσει. Μια τέτοια έκβαση επίσης θα μπορούσε να θέσει τη χρηματοδοτική θέση της κυβέρνησης σε κίνδυνο και να αυξήσει την προληπτική φυγή κεφαλαίων αν και αυτό θα μπορούσε να μετριαστεί με την ΕΚΤ να παρέχει ενδιάμεση χρηματοδότηση μέσω έκδοσης εντόκων και υψηλότερα ανώτατα όρια ELA υπό την προϋπόθεση ότι το δημοψήφισμα θα περάσει.
Όπως έχουν τα πράγματα, καταλήγει η Deutsche Bank, ένα πολύ αβέβαιο ταξίδι είναι μπροστά μας.