Θέμα για το ύψος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, που έχουν αναγνωρίσει οι εγχώριες τράπεζες στα εποπτικά τους κεφάλαια, ανοίγει εκ νέου λόγω της διαφαινόμενης πρόθεσης από πλευράς ΕΚΤ και SSM να προχωρήσουν σε τυποποίηση των κανόνων σε πανευρωπαική κλίμακα.
Όπως είναι γνωστό, η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα δεν προτίθεται να διενεργήσει φέτος νέα άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Θα «τρέξει» όμως άσκηση διαφάνειας, ελέγχοντας την ποιότητα στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών και βέβαια την ποιότητα των κεφαλαίων τους, με αφετηρία τα ευρήματα της περσινής διαγνωστικής μελέτης.
Στο πλαίσιο της άσκησης διαφάνειας έχει τεθεί ήδη από τον SSM το καυτό θέμα της τυποποίησης διαφορετικών εθνικών νομοθεσιών που καθορίζουν τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών. Την επιτακτικότητα της κίνησης τόνισε πρόσφατα, η επικεφαλής του SSM, Daniele Nouy σημειώνοντας πως υπάρχουν περισσότερες από 150 διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών στους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας και ως εκ τούτου επιβάλλεται να υπάρξει τυποποίηση σε πανευρωπαική βάση.
To πιο καυτό θέμα της τυποποίησης δεν είναι άλλο από την αναγνώριση του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών. Και αυτό γιατί ιταλικές ισπανικές πορτογαλικές και ελληνικές τράπεζες έχουν δεχθεί σημαντική κεφαλαιακή βοήθεια από τις ρυθμίσεις για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που πέρασαν οι κυβερνήσεις των παραπάνω χωρών.
Ο SSM έχει θέσει εμμέσως πλην σαφώς το θέμα των ενιαίων κανόνων για την αναγνώριση του αναβαλλόμενου φόρου σε καθεστώς Βασιλείας ΙΙΙ, τυπικά αρμόδια όμως για το θέμα ήταν και παραμένει η Ευρωπαική Τραπεζική Αρχή (European Banking Authority).
Το σίγουρο είναι ότι οποιαδήποτε κίνηση προς την τυποποίηση των κριτηρίων για την αναγνώριση του αναβαλλόμενου φόρου θα έχει επιπτώσεις στην κεφαλαιακή επάρκεια των εγχώριων τραπεζών καθώς διαθέτουν την υψηλότερη συμμετοχή αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά τους κεφάλαια.
Προς το παρόν πάντως η σχετική συζήτηση είναι στο ξεκίνημά της, ενώ μόλις πρόσφατα ο Μάριο Ντράγκι χαρακτήρισε φερέγγυες και καλά κεφαλαιοποιημένες τις εγχώριες τράπεζες.
Σημειώνεται ότι επιστολή σε κυβέρνηση, αρχές και τράπεζες έχει στείλει για το θέμα του tax credit και η DG Comp ζητώντας να μάθει αν υπάρχει θέμα κρατικής βοήθειας. Πρόκειται για τυπική διαδικασία σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη η οποία έχει ακολουθηθεί και στις περιπτώσεις άλλων χωρών του ευρωπαικού Νότου που αναγνώρισαν το tax credit.
Για τις εγχώριες τράπεζες πιο άμεσος είναι ο κίνδυνος να εκτροχιασθεί λόγω της παρατεταμένης αβεβαιότητας ο σχεδιασμός για την επιστροφή από την τρέχουσα χρήση σε κερδοφορία κάτι που θα δώσει στην ΕΚΤ και την αφορμή να επανεξετάσει τις παραδοχές με τις οποίες αναγνωρίστηκαν αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ύψους 13 δισ. ευρώ!
Άλλωστε στην περίπτωση που οι τράπεζες εμφανίσουν ζημιές και φέτος το Δημόσιο θα πρέπει να καταβάλλει μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου και εξάσκησης των δικαιωμάτων μετατροπής (conversion rights).
Αυτό προβλέπει η τροποποιημένη διάταξη για τη μετατροπή του αναβαλλόμενου φόρου από ζημιές PSI και ζημιές πιστωτικού κινδύνου σε οριστική απαίτηση που ψήφισε η προηγούμενη Βουλή.
Στην περίπτωση που κάποια τράπεζα εμφανίσει λογιστικές ζημιές σε μια από τις χρήσεις μετά την 1/1/2015 ο αναβαλλόμενος φόρος μετατρέπεται σε απαίτηση και το Δημόσιο υποχρεούται να πληρώσει αμέσως, καλύπτοντας υποχρεωτική αύξηση κεφαλαίου.
Ειδικότερα η τράπεζα θα πρέπει να σχηματίσει ειδικό αποθεματικό που ισοδυναμεί με το 110% της απαίτησης που έχει σχηματισθεί. Το ύψος του αποθεματικού ισοδυναμεί είτε με την αναλογία της ζημιάς ως προς τα εποπτικά κεφάλαια είτε στη συμμετοχή του αναβαλλόμενου φόρου στα ίδια κεφάλαια της τράπεζας.