«Κάπως αυξημένες αναλήψεις είχαμε χθες σε σύγκριση με τις προηγούμενες ημέρες, αλλά χωρίς αυτές να λάβουν ανησυχητική έκταση. Άλλωστε, οι εκροές μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου είναι σαφώς περιορισμένες».
Αυτή είναι η εικόνα που μεταφέρεται από τα δίκτυα τραπεζικών καταστημάτων, σχετικά με την αντίδραση των καταθετών στην προχθεσινή απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να σταματήσει να δέχεται ως εγγύηση δανεισμού τους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου.
Καθησυχαστικές άλλωστε ήταν και οι σχετικές δηλώσεις του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Γιάννη Στουρνάρα.
Πέρα όμως από τις σχετικά περιορισμένες εκροές, υπάρχει και άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις τραπεζικές καταθέσεις κατά τους τελευταίους μήνες: Σε αντίθεση με όσα συνέβαιναν κατά την περίοδο 2011-2012 όταν τα επιτόκια είχαν σκαρφαλώσει έως το 6%, φέτος οι ελληνικές τράπεζες δεν απαντούν με αυξήσεις επιτοκίων στις όποιες εκροές καταθέσεων έχουν παρατηρηθεί κατά το τελευταίο δίμηνο.
Έτσι, για ετήσια δέσμευση και για ποσό γύρω στα 500.000 ευρώ, δύσκολα κάποιος αποταμιευτής μπορεί σήμερα να «πιάσει» πάνω από 1,8%-1,85%.
Επίσης για ποσό της κατάθεσης της τάξεως των 50.000 ευρώ, το επιτόκιο για τρίμηνη προθεσμία κυμαίνεται συνήθως μεταξύ του 1,75%-1,80%, ενώ στις καταθέσεις ταμιευτηρίου τα προσφερόμενα επιτόκια είναι πολύ χαμηλότερα του 1%, ή συχνότερα οριακά.
Μάλιστα, επειδή ορισμένοι καταθέτες -λόγω της αβεβαιότητας- έχουν επιλέξει να μην ανανεώσουν τις προθεσμιακές τους καταθέσεις και να διατηρούν τα χρήματά τους στο «ταμιευτήριο», αυτό λειτουργεί πτωτικά στο κόστος χρήματος των τραπεζών και φυσικά αρνητικά στην απόδοση των συγκεκριμένων αποταμιευτών.
Έτσι, το μόνο βέβαιο είναι πως κατά το τελευταίο δίμηνο που χαρακτηρίστηκε από ένταση λόγω αυξημένης πολιτικής αβεβαιότητας και από σαφή άνοδο των spreads (περιθωρίων) στα ελληνικά κρατικά και εταιρικά ομόλογα, οι τράπεζες δεν ακολούθησαν ανεβάζοντας και αυτές τα επιτόκια καταθέσεων.
Άλλωστε, οι ελληνικές τράπεζες, με εξαίρεση την Κύπρο, προσφέρουν εδώ και πολύ καιρό τα υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων στην Ευρωζώνη, καθώς ο μέσος όρος των προθεσμιακών επιτοκίων στην Ευρωζώνη υπολείπεται του 1%, ενώ σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα κυμαίνονται τα επιτόκια στις χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά. Αν μάλιστα συνεκτιμηθούν και κάποιες άλλες επιβαρύνσεις, τότε συχνά το επιτόκιο καθίσταται αρνητικό.
Το γεγονός των πολύ χαμηλών ή και των αρνητικών πραγματικών επιτοκίων στις ευρωπαϊκές τραπεζικές καταθέσεις, καταφαίνεται και στις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κρατικών δεκαετών ομολόγων, όπου -πριν την αφαίρεση διαφόρων εξόδων- είχαν διαμορφωθεί χθες στο 1,579% για τα ιταλικά, στο 1,462% για τα ισπανικά και μόλις στο 0,368% για τα γερμανικά. Δηλαδή, κάποιος που θα θελήσει να τοποθετηθεί σε γερμανικούς τίτλους, για να λάβει μικτή ετήσια απόδοση 0,368% θα πρέπει να δεσμεύσει τα κεφάλαιά του για μια δεκαετία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το Δεκέμβριο του 2014 (συνυπολογίζει τα επιτόκια των καταθέσεων του Δεκεμβρίου, αλλά και προηγούμενων μηνών), το μέσο κόστος άντλησης των προθεσμιακών καταθέσεων για τις ελληνικές τράπεζες είχε υποχωρήσει στο 1,82% από το αντίστοιχο 1,85% του Νοεμβρίου. Το Δεκέμβριο, τα αντίστοιχα ποσοστά για Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία ήταν αντίστοιχα 1,21%, 0,59% και 1,26%.