Νέα δεδομένα ενόψει της προεδρικής εκλογής διαμορφώνονται ύστερα από τη χθεσινή απόφαση του Αντώνη Σαμαρά να κάνει ένα βήμα πίσω από τη μέχρι τώρα αμετακίνητη θέση του. Η πρόθεσή του, όπως τη δημοσιοποίησε μέσω έκτακτου διαγγέλματος, να δεχθεί την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες στο τέλος του 2015 αντί του καλοκαιριού του 2016, υπό την προϋπόθεση να ψηφιστεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αποτελεί κατ' ουσίαν μία κίνηση απεμπλοκής από τη δυσχερή θέση στην οποία είχε βρεθεί η κυβέρνηση.
Από τη μία η κακή... επίδοση στην πρώτη ψηφοφορία της περασμένης εβδομάδας και από την άλλη η σκιές που άφησαν οι καταγγελίες του Παύλου Χαϊκάλη -ανεξάρτητα αν αυτές αποδειχθούν τελικά βάσιμες ή όχι, είχαν οδηγήσει την προσπάθεια εκλογής Προέδρου σε πλήρες αδιέξοδο. Αντιλαμβανόμενος την κατάσταση, ο πρωθυπουργός έπρεπε να προχωρήσει στην εφαρμογή του plan B, που μέχρι στιγμής αρνείτο, κάτι ωστόσο που κρίθηκε πλέον αναπόφευκτο.
Τη συγκεκριμένη πρόταση είχε συζητήσει τις προηγούμενες μέρες με τους στενούς του συνεργάτες αλλά και με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος εδώ και μέρες είχε ταχθεί υπέρ μιας τέτοιας πρωτοβουλίας.
Το διάγγελμα «κλείδωσε» σε πρωινή τηλεφωνική επικοινωνία του κ. Σαμαρά με τον κ. Βενιζέλο που βρισκόταν στην Καβάλα και τον οποίο ενημέρωσε ο πρωθυπουργός για τις προθέσεις του.
Η στόχευση αυτής της κίνησης του προέδρου της κυβέρνησης είναι διπλή. Αφενός στην προσπάθεια εξεύρεσης των 180 βουλευτών που απαιτούνται για την εκλογή Προέδρου και αφετέρου -στην περίπτωση που ο πρώτος στόχος δεν επιτευχθεί- να αποτελέσει ένα από τα ισχυρά προεκλογικά χαρτιά της ΝΔ: ότι απηύθυνε κάλεσμα συναίνεσης προς την αντιπολίτευση και αυτή το αρνήθηκε. Να της επιρρίψει δηλαδή την ευθύνη της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.
Με τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία, εκτιμούν στο Μέγαρο Μαξίμου, ο κ. Σαμαράς θα φέρει σε δύσκολη θέση τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος -λένε- σε κάθε περίπτωση θα βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο και υπόλογος στους πολίτες.
Ο κ. Σαμαράς, στη δημόσια δήλωσή του, έκανε λόγο και για «διεύρυνση του κυβερνητικού σχήματος», κάτι που ερμηνεύεται και ως άνοιγμα προς βουλευτές και στελέχη άλλων κομμάτων ή ανεξάρτητους, στο πλαίσιο μιας προεκλογικής ή μετεκλογικής συνεργασίας.
Τα "ναι", τα "όχι" και τα "ίσως"
Και με τα νέα δεδομένα, πάντως, οι 180 δείχνουν να βρίσκονται μακριά, δεδομένου ότι όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης αρνήθηκαν το «προσκλητήριο». Από τη δεξαμενή των ανεξαρτήτων, θετικά χθες ανταποκρίθηκαν τρεις, οι Τάκης Μελάς, Γιάννης Κουράκος και Βασίλης Οικονόμου, ενώ στην αρνητική τους θέση παραμένουν οι Βασίλης Καπερνάρος (παρά την αρχική του θετική υποδοχή της πρότασης Σαμαρά) και Πέτρος Τατσόπουλος.
Δεν έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους ακόμα, ενόψει της αυριανής δεύτερης ψηφοφορίας, οι Κώστας Γιοβανόπουλος, Γιώργος Κασαπίδης, Μίκα Ιατρίδη, Στάθης Μπούκουρας και Χρυσοβαλάντης Αλεξόπουλος, στους οποίους προσβλέπει η κυβέρνηση.
Παράλληλα, οι τρεις βουλευτές της ΔΗΜΑΡ που είχαν συνυπογράψει μαζί με πέντε ανεξάρτητους πρόταση η οποία κινείται στο πνεύμα αυτής του πρωθυπουργού, δείχνουν κατ' αρχήν αρνητικοί, όπως τουλάχιστον διαμήνυσε ο Νίκος Τσούκαλης (Νίκη Φούντα και Θωμάς Ψύρρας οι άλλοι δύο), καθώς θέτουν ως προϋπόθεση τη σύμφωνη γνώμη και του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι που εν προκειμένω δεν ισχύει.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο ευελπιστούν ότι από την αυριανή ψηφοφορία θα έχουν κέρδος 7-8 βουλευτές σε σχέση με την πρώτη, ενώ ορισμένοι πιο αισιόδοξοι μιλούν ακόμα και για 10. Ακόμα και να επιβεβαιωθεί βέβαια αυτό το σενάριο, το χάσμα μέχρι την εκλογή Προέδρου στις 29 Δεκεμβρίου είναι μεγάλο (μάξιμουμ να συγκεντρωθούν 170 «ναι»), οπότε, όπως λένε πολλοί, θα χρειαστεί και άλλη πρωτοβουλία μέχρι τότε.
Στο παρασκήνιο επανέρχεται το ενδεχόμενο αλλαγής υποψηφίου, κάτι που το Μαξίμου εξακολουθεί να αρνείται. Κάποιοι μάλιστα επαναφέρουν και το όνομα του Φώτη Κουβέλη, ο οποίος θα μπορούσε να προσθέσει στη λίστα των «ναι» τους δέκα βουλευτές της ΔΗΜΑΡ, ωστόσο κι αυτός επιμένει να το απορρίπτει, με άλλες φήμες να υποστηρίζουν ότι έχει συμφωνήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ για το ψηφοδέλτιο Επικρατείας.
Όπως και έχει πάντως η στάση που τελικά θα κρατήσει η ΔΗΜΑΡ ενδέχεται να αποδειχθεί ο πλέον κρίσιμος παράγων για τις επερχόμενες εξελίξεις.