Για να επαληθευτεί η πρόβλεψη για είσοδο της χώρας σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον «συνεννόησης και συνεργασίας των πολιτικών φορέων», τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεσή της για την ελληνική οικονομία.
Ξεκαθαρίζει ότι μετά τις τελευταίες εξελίξεις έγινε σαφές ότι «η χώρα μας ακόμη χρειάζεται υποστήριξη από ένα αξιόπιστο πρόγραμμα προληπτικής χρηματοδότησης από τους Ευρωπαίους εταίρους. Κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο έως ότου διασφαλιστεί η διατηρήσιμη χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών της από τις διεθνείς αγορές».
Η οικονομία
Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, εκτιμάται ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 0,7% το 2014, ενώ προβλέπεται να επιταχυνθεί στο 2,5% ή και ελαφρώς ψηλότερα το 2015, αν ληφθεί υπόψη η πρόσφατη μείωση της τιμής του πετρελαίου στη διεθνή αγορά.
Επιπλέον, αναμένεται να συνεχιστεί η βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με την επίτευξη πλεονάσματος περίπου 1,5% του ΑΕΠ το 2014. Ο αποπληθωρισμός, που ενισχύει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, θα συνεχιστεί, αλλά θα αποκλιμακωθεί σταδιακά έως το τέλος του 2015.
Εκτιμάται επίσης ότι είναι δυνατή η υπερκάλυψη του δημοσιονομικού στόχου του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης για τρίτο συναπτό έτος, γεγονός που καταδεικνύει ότι η βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών είναι διατηρήσιμη.
Τα όπλα και τα ρίσκα
Η τράπεζα αναμένει θετικά νέα από το μέτωπο των επενδύσεων. Στη θετική προοπτική των επενδύσεων για το 2015 συνηγορούν, όπως αναφέρει, οι εξής παράγοντες: (α) η αξιοποίηση της ρευστότητας του ΕΣΠΑ και των χρηματοδοτήσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, (β) η ικανοποιητική εξέλιξη των έργων υποδομής και (γ) η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Παράλληλα, επισημαίνει ότι «η αναμενόμενη αποκατάσταση ομαλότερων συνθηκών χρηματοδότησης, μέσω της δυνατότητας των τραπεζών να αντλήσουν ρευστά διαθέσιμα με χαμηλά επιτόκια από το ευρωσύστημα και να χρηματοδοτήσουν εξαγωγικές επιχειρήσεις με συγκριτικά πλεονεκτήματα, εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει συμπληρωματικά προς τη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας την τελευταία πενταετία, δίνοντας περαιτέρω ώθηση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών».
Είναι απαραίτητο όμως, σύμφωνα με την ΤτΕ, να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις. Δίνει εμφαση στα εξής:
(α) Επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών προκειμένου να ενισχυθούν ο ανταγωνισμός και η καινοτομία, να αυξηθεί η ευελιξία των τιμών και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα.
(β) Εξορθολογισμός της λειτουργίας του κράτους με έμφαση στην επιτάχυνση της διοικητικής μεταρρύθμισης, στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, στον περιορισμό της γραφειοκρατίας, στην απλοποίηση των διαδικασιών με σκοπό τη μείωση του διοικητικού φόρτου για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, καθώς και στην πάταξη των φαινομένων διαφθοράς.
(γ) Ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών στην αγορά εργασίας με ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση και κατάρτιση, προκειμένου να βελτιωθεί η πιθανότητα επαναπρόσληψης ατόμων που βρίσκονται στο περιθώριο της αγοράς εργασίας, όπως οι μακροχρόνια άνεργοι και οι νέοι που έχουν επηρεαστεί δραματικά από την αύξηση της ανεργίας.
(δ) Συνέχιση της δημοσιονομικής προσπάθειας και τα επόμενα χρόνια. Η κύρια έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής μέσω ενδυνάμωσης της φορολογικής διοίκησης, έτσι ώστε να διευρυνθεί η φορολογική βάση και να ενισχυθεί το αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Επίσης, θα πρέπει να επανεξεταστεί η σκοπιμότητα ύπαρξης εκείνων των εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις άμεσης και έμμεσης φορολογίας οι οποίες δεν δικαιολογούνται με κριτήρια κοινωνικά ή και αναπτυξιακά. Μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί για τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, ενώ και στον τομέα αυτό θα πρέπει να επανεξεταστεί το καθεστώς των ποικίλων εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις. Οι ανωτέρω παρεμβάσεις θα επιτρέψουν τη σταδιακή μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων προκειμένου να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο.
Η στρατηγική των τραπεζών για τα κόκκινα δάνεια
Η αποτελεσματική διαχείριση των δανείων σε καθυστέρηση αποτελεί άμεση προτεραιότητα, τονίζει η ΤτΕ. Ο τραπεζικός κλάδος στην Ελλάδα καλείται σήμερα να προχωρήσει σε πιο ενεργητική διαχείριση των προβληματικών δανείων, με σκοπό αφενός να ελαφρυνθούν οι συνεργάσιμοι δανειολήπτες που αντιμετωπίζουν προσωρινή δυσκολία στην εξυπηρέτηση των δανείων τους και αφετέρου να ανακτηθούν μακροπρόθεσμα κεφάλαια των τραπεζών που είναι δεσμευμένα σε προβληματικά δάνεια με χαμηλή πιθανότητα αποπληρωμής.
Σε κάθε περίπτωση, ξεκαθαρίζει, οι επιλογές για τη διαχείριση των δανείων σε καθυστέρηση θα πρέπει να γίνονται με τρόπο που δεν δημιουργεί κίνητρα για αθέτηση οφειλών στους δανειολήπτες που έχουν αντικειμενικά τη δυνατότητα να αποπληρώσουν.
Στο πλαίσιο αυτό, επωφελούμενος και από την εμπειρία αναδιάταξης του τραπεζικού κλάδου, θα πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο στην κλαδική αναδιάρθρωση της οικονομίας, διοχετεύοντας πιστώσεις στις πραγματικά βιώσιμες επιχειρήσεις. «Δεν πρέπει να δεσμεύονται πόροι σε επιχειρήσεις που δεν έχουν καμία προοπτική επιβίωσης, καθώς με τον τρόπο αυτό αποστερούνται πόροι από υγιείς επιχειρήσεις που μπορούν να συνδράμουν στην οικονομική ανάπτυξη και στην αύξηση της απασχόλησης», αναφέρει χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας ότι η προσπάθεια των τραπεζών πρέπει να συνεπικουρηθεί και από βελτιώσεις στο θεσμικό πλαίσιο προκειμένου να αρθούν περιορισμοί που συνδέονται για παράδειγμα με τις (προ)πτωχευτικές διαδικασίες, τον εξωδικαστικό συμβιβασμό ή, όπως προαναφέρθηκε, εν γένει με την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης.
Οι μισθοί
Το 2014 η μέση μείωση των αποδοχών ήταν πολύ μικρότερη από ό,τι την προηγούμενη διετία. Σε ορισμένες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα συνεχίστηκε η μείωση των αποδοχών, αλλά σε άλλες το επίπεδο των μισθών διατηρήθηκε σταθερό ή χορηγήθηκαν μικρές αυξήσεις. Ειδικότερα, οι μέσες ακαθάριστες αποδοχές εκτιμάται ότι μειώθηκαν κατά 1,5% στο σύνολο της οικονομίας και κατά 2,0% στον επιχειρηματικό τομέα. Ωστόσο, το μέσο κόστος εργασίας ανά μισθωτό στον επιχειρηματικό τομέα μειώθηκε κατά 3,0% (δηλαδή περισσότερο από τις ακαθάριστες αποδοχές), λόγω της μείωσης των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών στον επιχειρηματικό τομέα κατά 2,9 εκατοστιαίες μονάδες από 1η.7.2014 (Ν. 4254/2014).
Ταυτόχρονα, οι μέσες καθαρές αποδοχές (προ φορολογίας) των μισθωτών στον επιχειρηματικό τομέα μειώθηκαν μόνο κατά 1,4% το 2014, δηλαδή λιγότερο από τις ακαθάριστες, λόγω της μείωσης των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών κατά μία εκατοστιαία μονάδα από 1η.7.2014 (βάσει του ίδιου νόμου).
Το 2015 αναμένονται σταθεροποίηση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών (+0,1%) στο σύνολο της οικονομίας και στον επιχειρηματικό τομέα, μείωση του μέσου κόστους εργασίας ανά μισθωτό στον επιχειρηματικό τομέα κατά 0,8% και μικρή αύξηση (+0,6%) των μέσων καθαρών αποδοχών στον επιχειρηματικό τομέα (λόγω των μεταφερόμενων επιδράσεων από τη μείωση των εργοδοτικών και των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών στα μέσα του 2014).
Η ΤτΕ σημειώνει, τέλος, επικαλούμενη έκθεση του ΔΝΤ ότι μείωση στις εργοδοτικές εισφορές θα συμβάλει αποτελεσματικά στην αποκλιμάκωση της ανεργίας των νέων, ειδικότερα όταν η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από δυσκαμψίες.
Προσθέτει επίσης ότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα μελέτη, μια αύξηση των δημόσιων επενδύσεων κατά 1% του ΑΕΠ εκτιμάται ότι οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,4% τον ίδιο χρόνο και κατά 1,5% τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ενώ η θετική επίδραση στο ΑΕΠ είναι ακόμη εντονότερη σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Επιπλέον, εκτιμάται ότι οι παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε αποκλιμάκωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, ακόμη και όταν χρηματοδοτούνται αποκλειστικά μέσω δημόσιου δανεισμού, υπό την προϋπόθεση ότι τα επιτόκια δανεισμού είναι αρκετά χαμηλά σε πραγματικούς όρους.