Την ακύρωση του νομοθετικού πλαισίου το οποίο καθορίζει τις μετεγγραφές των φοιτητών ζητούν με προσφυγή τους στο ΣτΕ η Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και 115 καθηγητές των σχολών αυτών. Όπως υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, το νομοθετικό πλαίσιο ευνοεί τις μετεγγραφές με αποτέλεσμα στις Σχολές να φοιτούν πολλοί περισσότεροι φοιτητές από αυτούς που μπορούν να εκπαιδευθούν.
Η προσφυγή θα συζητηθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, και όπως επισημαίνεται σε αυτή οι επίμαχες υπουργικές αποφάσεις που ορίζουν το καθεστώς των μετεγγραφών αυξάνουν τον αριθμό των σπουδαστών σε 290 τουλάχιστον από τους 60 που δήλωσε η Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, ότι μπορεί να εκπαιδεύσει.
Ακόμη, σημειώνεται ότι η πολιτεία δεν εκπόνησε καμία σχετική μελέτη για τους υπεράριθμους σπουδαστές, ούτε έλαβε υπόψιν το γεγονός ότι η εν λόγω Σχολή του ΕΜΠ, ακόμα και με τους υπάρχοντες σπουδαστές σήμερα, με μεγάλη δυσκολία επιτελεί τις διδακτικές, ερευνητικές και διοικητικές λειτουργίες της.
Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι η Κυβέρνηση δεν έλαβε υπόψιν της ότι:
α) κατά το ακαδημαϊκό έτος 2004-2005 υπηρετούσαν στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ 106 μέλη ΔΕΠ, κατά το τρέχον ακαδημαϊκό έτος 2014-2015 υπηρετούν πλέον 77 και κατά το ακαδημαϊκό έτος 2018-2019 θα υπηρετούν 58, εφόσον δεν προκηρύσσονται νέες θέσεις για το διορισμό νέων μελών ΔΕΠ,
β) Το διοικητικό προσωπικό μειώθηκε, από 32 άτομα που υπηρετούσαν το 2010, σε 7 άτομα που υπηρετούν σήμερα και εξυπηρετούν το σύνολο των προπτυχιακών πενταετούς φοίτησης, μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδαστών στους τέσσερις τομείς και τα εικοσιένα εργαστήρια της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ,
γ) Η χρηματοδότηση του ΕΜΠ και κατ' επέκταση της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών μειώθηκε κατά 33% (σε σχέση με το 2010), με άμεση συνέπεια να καλύπτονται πλέον μόνο τα απολύτως βασικά έξοδα για φως, νερό, καθώς και οι ανελαστικές δαπάνες.
Σε άλλο σημείο της προσφυγής αναφέρεται ότι με το νόμο 4264/2014 «δεν προβλέπονται ποιοτικά και κυρίως ποσοτικά κριτήρια με βάση τα οποία θα διεξαχθεί η επιλογή μεταξύ των δυνητικά δικαιούχων τη μεταφορά θέσης».
Αντίθετα, με τον εν λόγω νόμο «προβλέπεται η αποδοχή όλων των αιτήσεων ως συνέπεια της ιδιότητας αυτών ως πολύτεκνων, τρίτεκνων, τέκνων με αδελφό ήδη φοιτητή, ορφανών τέκνων, αδελφών ή συζύγων ατόμων με αναπηρία, τέκνων θυμάτων τρομοκρατίας, πολύδυμων τέκνων ή με αδελφό που εισήχθη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με διάκριση».
Ακόμη, αναφέρεται ότι δεν ελήφθη υπόψη η γνώμη των ΑΕΙ για την αιφνίδια και μαζική εισαγωγή των επιπλέον σπουδαστών εκ μετεγγραφής στις Σχολές τους, τη στιγμή που το ίδιο το αρμόδιο υπουργείο δεν είναι σε θέση να υπολογίσει καν τον τεράστιο αριθμό εισακτέων που επίκειται να παραλύσει το επίπεδο σπουδών και την εν γένει λειτουργία των Ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Και αυτό γιατί τα κριτήρια με τα οποία αποφασίστηκε η μετεγγραφή του μεγαλύτερου όγκου των αιτούντων δεν είναι ακαδημαϊκά και αντικειμενικά, αλλά υποκειμενικά και αυθαίρετα, καθώς βασίζονται σε τυχαία γεγονότα, όπως είναι η οικογενειακή και η οικονομική κατάσταση των αιτούντων.
Κατόπιν όλων αυτών, αναφέρουν οι πανεπιστημιακοί, η συνεχής αύξηση των σπουδαστών τελικά έχει ως αποτέλεσμα οι διαθέσιμοι χώροι διδασκαλίας να μην επαρκούν στο ελάχιστο και οι συνθήκες φοίτησης, διδασκαλίας και έρευνας να καθίστανται δυσχερείς.
Επίσης, η διάρκεια των εργαστηριακών μαθημάτων επιμηκύνεται πέραν της προγραμματισμένης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στην απρόσκοπτη διεξαγωγή των υπολοίπων μαθημάτων του ωρολογιακού προγράμματος.
Παράλληλα, σημειώνεται ότι η χρηματοδότηση του ΕΜΠ (και κατ' επέκταση της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών) έχει μειωθεί σε όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα κατά 33%.
Μάλιστα, η κρατική χρηματοδότηση προς το ΕΜΠ κατά το έτος 2010 ανερχόταν σε 6.600.000 ευρώ, κατά το έτος 2012 μειώθηκε σε 5.566.500 ευρώ και κατά το έτος 2014 μειώθηκε ακόμη περισσότερο σε 4.500.000 ευρώ και η αναγγελθείσα χρηματοδότηση για το έτος 2015, η οποία θα είναι ακόμη χαμηλότερη του προηγούμενου έτους, δεν θα επαρκέσει να καλύψει ούτε τα απολύτως βασικά έξοδα για φως και νερό, καθώς και τις ανελαστικές δαπάνες.
Αντίστοιχα, η χρηματοδότηση του ΑΠΘ και κατ' επέκταση του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής, έχει μειωθεί καθ' όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα κατά 80,45%.
Η κρατική χρηματοδότηση προς το ΑΠΘ κατά το έτος 2010 ανερχόταν σε 1.426.928,37 ευρώ, κατά το έτος 2011 μειώθηκε σε 570.771,35 ευρώ, κατά το έτος 2013 μειώθηκε σε 441.541,75 ευρώ και κατά το τρέχον έτος 2014 μειώθηκε ακόμη περισσότερο σε 302.463,98 ευρώ.
Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι η αύξηση του αριθμού των εισερχόμενων σπουδαστών θα παραβιάσει προδήλως τη φέρουσα ικανότητα των Σχολών, οι οποίες όχι μόνο δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στο διεθνή ανταγωνισμό, αλλά θα αδυνατούν να λειτουργήσουν στοιχειωδώς ομαλά και να διατηρήσουν έστω ένα απλώς ανεκτό επίπεδο ποιότητας σπουδών.