Το γεγονός πως τα νέα φετινά ρεκόρ αφίξεων και συνολικών εισπράξεων αποτελούν μόνο τη μία όψη του νομίσματος για τον ελληνικό τουρισμό επιβεβαίωσαν τα στοιχεία της περιόδου Ιανουαρίου-Ιουλίου 2014 της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η άλλη όψη μάλλον θα πρέπει να προκαλεί, ήδη, προβληματισμό στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, στην ηγεσία του Υπουργείου Τουρισμού αλλά και στους φορείς του τουρισμού, και ιδιαίτερα στον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ).
Η λαμπερή όψη της φετινής χρονιάς αποτυπώθηκε στο πλεόνασμα 5.469 εκατ. ευρώ που εμφάνισε το ταξιδιωτικό ισοζύγιο (+3,8%) την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου. Επίδοση που ήταν αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης των αφίξεων κατά 20,8% (+29,4% τον Ιούλιο) και των εισπράξεων κατά 13,8% (+14,4% τον Ιούλιο). Τα ποσοστά αυτά μεταφράζονται σε 10.486.900 ξένους επισκέπτες και σε εισπράξεις 6.684,3 εκατ. ευρώ.
Η άλλη όψη του νομίσματος, ωστόσο, της φετινής τουριστικής χρονιάς αποτυπώνει με ανάγλυφο τρόπο ενδείξεις που είχαμε επισημάνει, ήδη, από την περυσινή χρονιά και επιβεβαιώθηκαν φέτος.
Η πρώτη αφορά τη μέση δαπάνη ανά ταξίδι, η οποία μειώθηκε από τα 653,4 ευρώ το 2013 στα 616,8 ευρώ στο φετινό επτάμηνο καταγράφοντας πτώση 5,6%. Το ανησυχητικό είναι πως σε έναν από τους δύο βασικούς μήνες αιχμής της τουριστικής κίνησης, τον Ιούλιο, η μείωση πήρε τα χαρακτηριστικά βουτιάς καθώς έφθασε το 11,5% με τη μέση δαπάνη ανά ταξίδι να κατρακυλά από τα 716,3 ευρώ τον Ιούλιο του 2013 στα 634,1 ευρώ. Ας σημειωθεί ότι η υποχώρηση της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι είχε ανιχνευτεί και στον Ιούλιο του 2013 (-2,4% σε σχέση με το 2012), παρότι ο ελληνικός τουρισμός έσπαγε τα ρεκόρ αφίξεων ξένων επισκεπτών το ένα μετά το άλλο.
Τι σημαίνουν αυτά; Ότι στη χώρα μας έρχονται ολοένα και περισσότεροι ξένοι επισκέπτες, όμως, αφήνουν ολοένα και λιγότερα χρήματα. Το ακριβώς αντίστροφο, δηλαδή, από τον διακηρυγμένο στόχο του στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού, το οποίο προβλέπει σταδιακή αύξηση της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι μέχρι τα επίπεδα των 800 ευρώ έως το 2021.
Αν στα πιο πάνω συνυπολογίσει κανείς τις δυσμενείς προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών στις χώρες της ευρωζώνης αλλά και στο σύνολο της Ευρώπης την επόμενη χρονιά, η αναστροφή του συγκεκριμένου δείκτη ίσως αποδειχθεί από δύσκολη έως ανέφικτη.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως το κενό εσόδων μπορεί να καλυφθεί με ακόμα περισσότερους ξένους επισκέπτες. Ακόμα και από αυτό το μέτωπο, όμως, τα μηνύματα δεν είναι ευοίωνα.
Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν οι δύο βασικές αγορές-κινητήρες του ελληνικού τουρισμού (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο) έδειξαν να βάζουν χειρόφρενο ή και όπισθεν τον Ιούλιο; Στην καρδιά της τουριστικής περιόδου, δηλαδή. Το... χειρόφρενο το έβαλε η αγορά της Γερμανίας (-0,1% οι αφίξεις τον Ιούλιο) και την όπισθεν η αγορά του Ηνωμένο Βασιλείου (-8,5% Βρετανοί στη χώρα μας). Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσει κανείς το γεγονός πως η ταχύτερα αναπτυσσόμενη αγορά του ελληνικού τουρισμού τα τελευταία χρόνια (Ρωσία) κατέβασε ταχύτητα στο επτάμηνο (+8,5% οι επισκέπτες τον φετινό Ιούλιο έναντι +55,1% τον ίδιο μήνα πέρυσι), πριν αρχίσουν να καταρρέουν ο ένας μετά τον άλλο οι ρωσικοί τουρ οπερέιτορ, προεξοφλώντας μείωση από τη συγκεκριμένη αγορά στο τέλος της χρονιάς.
Στον αντίποδα, ενθαρρυντική είναι η αύξηση των επισκεπτών από τις ΗΠΑ κατά 28,5% στο επτάμηνο (+45,8% τον Ιούλιο) αλλά και τη Γαλλία που αποδείχθηκε χρυσή εφεδρεία καταγράφοντας αύξηση επισκεπτών 19,4% στο επτάμηνο και +27,3% τον Ιούλιο.