Χαμηλές αμοιβές, εργασιακές σχέσεις πολλών ταχυτήτων, με κύριο χαρακτηριστικό την ευελιξία, και περιορισμένα ασφαλιστικά δικαιώματα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της εγχώριας αγοράς εργασίας, όπως διαμορφώθηκαν μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια της κρίσης.
Προϊόν της ίδιας κρίσης, που πλέον λειτουργεί και σαν μοχλός για περαιτέρω μείωση των μισθών, είναι η υψηλή ανεργία που βάσει των επίσημων στοιχείων έχει φθάσει στο 27,4% στο πρώτο πεντάμηνο του 2014.
Το κοκτέιλ που διαμορφώνεται θεωρείται από τους ειδικούς εκρηκτικό. Κάποιοι θεωρούν πως με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα μετατρέπεται σε υπόδειγμα χώρας χαμηλού κόστους εργασίας και υψηλής ευελιξίας στην απασχόληση. Ακόμη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε πρόσφατη έκθεσή του εκτιμά πως η ραγδαία μείωση των μισθών όχι μόνο δεν αύξησε την ανταγωνιστικότητα, αλλά οδήγησε και σε μείωση της παραγωγικότητας. Στην ίδια έκθεση, βέβαια, το ταμείο τάσσεται υπέρ της συνέχισης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, χαρακτηρίζοντάς τες ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και τη στήριξη ανταγωνιστικών οικονομικών κλάδων.
Τα συνδικάτα πάντως, που ετοιμάζουν την καθιερωμένη πλέον, κινητοποίηση στη Θεσσαλονίκη, το Σάββατο, 6 Σεπτεμβρίου, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και κάνουν λόγο για μια νέου τύπου ανθρωπιστική κρίση, που χτυπά όχι μόνο τους ανέργους αλλά και τους εργαζομένους.
Τα στοιχεία δίνουν μια εικόνα με υποαμειβόμενους και σε πολλές περιπτώσεις απλήρωτους εργαζόμενους, ευέλικτες εργασιακές σχέσεις πολλών ταχυτήτων, με τις συλλογικές συμβάσεις πλήρως υποβαθμισμένες και τις απολύσεις απελευθερωμένες. Σε αυτό το περιβάλλον απελευθέρωσης, μάλιστα, καταγράφεται αύξηση των παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας, όπως ισχύει πλέον, μετά από δεκάδες παρεμβάσεις εντός των 5 ετών.
Ας δούμε τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν το τελευταίο διάστημα και περιγράφουν την κατάσταση:
Η μείωση των μισθών
Τα στοιχεία του ΙΚΑ από τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις των εργοδοτών δείχνουν πως το 53,7% των εργαζομένων - ασφαλισμένων στο ΙΚΑ λαμβάνει μισθό κάτω των 1.000 ευρώ.
Η ΓΣΕΕ εκτιμά ότι μετά την παρατεταμένη ύφεση και τις μειώσεις των αμοιβών που έγιναν είτε με απευθείας νομοθετική παρέμβαση (όπως ήταν η μείωση των κατώτατων ορίων μισθών και ημερομισθίων της Εθνικής Γενικής Σύμβασης Εργασίας) είτε μέσω ατομικών και επιχειρησιακών συμβάσεων, οι οποίες αποτελούν, πλέον, καθεστώς στην αγορά, οι μισθοί έχουν απωλέσει το 50% της αγοραστικής τους δύναμης, μέσα σε μία τετραετία.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ΙΚΑ, στο τέλος του 2013, βάσει των πλέον διαθέσιμων στοιχείων, 861.907 άτομα, δηλαδή το 53,70% του συνολικού αριθμού των ασφαλισμένων μισθωτών, αμείβονται με μισθό μικρότερο των 1.000 ευρώ, 290.537 εργαζόμενοι εισπράττουν λιγότερα από 400 ευρώ τον μήνα, ενώ ο αριθμός των αμειβομένων με μικτό μισθό έως 700 ευρώ φτάνει στο 36,40%.
Ακόμη πιο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία εάν γίνει σύγκριση με τα αντίστοιχα ποσοστά προ κρίσης. Έτσι, ενώ το 2008 οι εργαζόμενοι με μικτές αποδοχές έως 400 ευρώ ήταν το 7,6% των μισθωτών, μέσα σε 5 χρόνια εκτινάχθηκαν στο 18,1%. Οι εργαζόμενοι με μικτές αποδοχές έως 500 ευρώ από 11,4% αυξήθηκαν στο 23,20%.
Το ποσοστό των αμειβομένων με 600 ευρώ έχει φτάσει στο 30,30% από 14,7%, ενώ οι αμειβόμενοι με 700 ευρώ μικτά αποτελούν το 36,40%, από 17,6% που ήταν το 2008. Αντίστοιχα, οι αμειβόμενοι με μισθό έως 1.000 ευρώ έφτασαν στο τέλος του 2013 στο 53,70%, από 42,20% που ήταν το 2008.
Στον αντίποδα, την ίδια πενταετία, μειώθηκαν οι αμοιβές από 1.000 ευρώ και πάνω. Αναλυτικά, το ποσοστό των μισθωτών που λαμβάνουν έως 2.000 ευρώ έπεσε στο 32,6% από 42,9%. Αντίστοιχα, το ποσοστό των εργαζομένων με μισθό από 2.000 έως 3.000 ευρώ μειώθηκε στο 8% από 17%, πριν από 5 χρόνια.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΓΣΕΕ, που θα παρουσιαστεί, όπως κάθε χρόνο, στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο των κινητοποιήσεων κατά τα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης, η αγοραστική δύναμη των πραγματικών, μέσων μισθών στον ιδιωτικό τομέα έχει γυρίσει σχεδόν 35 χρόνια πίσω.
Στη μελέτη, η Συνομοσπονδία καταγράφει τις επιπτώσεις στην αγορά εργασίας την περίοδο 2010-2013, σύμφωνα με την οποία ο μέσος πραγματικός μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα είναι στα 750 - 800 ευρώ μικτά, από 1.100 ευρώ στην αρχή της κρίσης, ήτοι μειωμένος κατά 23%.
Ακόμα πιο δραματικές ήταν οι συνέπειες της κρίσης στους κατώτατους μισθούς, οι οποίοι από τα 751 ευρώ έπεσαν στα 580 μικτά για άνω των 25 ετών, δηλαδή πτώση 22%. Για τους κάτω των 24 ετών από τα 751 ευρώ ο κατώτατος μισθός πήγε στα 510, δηλαδή η πτώση είναι 32%.
Η έρευνα της ΓΣΕΕ εκτιμά ότι η αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών, με τις μειώσεις που έχουν υποστεί, βρίσκεται στα επίπεδα του 1980.
Ευελιξία σε εργασία και πληρωμές
Μέσα στην ίδια 5ετία, χάθηκαν 737.778 θέσεις μισθωτής εργασίας. Οι προσλήψεις με μειωμένα ωράρια και ευέλικτες μορφές απασχόλησης υπερδιπλασιάστηκαν. Τα στοιχεία από την έκθεση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) μιλούν από μόνα τους.
Σύμφωνα με το ΣΕΠΕ, οι προσλήψεις με καθεστώς μερικής απασχόλησης έφτασαν τις 412.023, παρουσιάζοντας αύξηση από το 2008 έως το 2013 της τάξης του 161,21%, ενώ και οι προσλήψεις εκ περιτροπής εργασίας αυξήθηκαν, το ίδιο διάστημα, κατά 151,6%, φθάνοντας τις 101.868 από 40.489.
Αντιθέτως, οι προσλήψεις με καθεστώς πλήρους απασχόλησης μειώθηκαν στις 593.368 από 746.911 που ήταν το 2009 (μείωση 20,56%, με αποτέλεσμα να αποτελούν το 53,6% των νέων συμβάσεων έναντι 79% το 2009). Στο ίδιο διάστημα οι μετατροπές συμβάσεων εργασίας από πλήρους απασχόλησης σε μερικής και εκ περιτροπής αυξήθηκαν κατά 214,96%.
Την κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης φωτογραφίζουν και τα στοιχεία από τις ΑΠΔ του ΙΚΑ, για τον Δεκέμβριο του 2013, έναντι του ίδιου μήνα του 2012. Συγκεκριμένα, δείχνουν πως ο αριθμός των ασφαλισμένων στις κοινές επιχειρήσεις αυξήθηκε 13,28%, στα οικοδομοτεχνικά έργα 2,58% και στο σύνολο των επιχειρήσεων 12,99%. Ο αριθμός των ασφαλισμένων στις κοινές επιχειρήσεις με πλήρη απασχόληση αυξήθηκε 6,85%, ενώ με μερική απασχόληση 46,84%. Η μέση απασχόληση στις κοινές επιχειρήσεις μειώθηκε 3,59%, ενώ στα οικοδομοτεχνικά έργα αυξήθηκε 5,25%.
Αλλά και για το τρέχον έτος, τα στοιχεία του συστήματος Εργάνη δείχνουν πως από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2014, σε σύνολο 917.336 νέων προσλήψεων, οι 487.652 ήταν με πλήρη απασχόληση και οι υπόλοιπες 429.684 (ποσοστό 46,84%) με ευέλικτη μορφή εργασίας.
Τα στοιχεία του ΣΕΠΕ δείχνουν επίσης ότι από το 2008 έως το τέλος του 2013, παρά τη μείωση των απασχολουμένων, οι καταγγελίες για καθυστερήσεις ή μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών αυξήθηκαν από 6.869 σε 10.170 (+48%) και έφτασαν να αποτελούν το 59,70% των καταγγελιών - προσφυγών εργαζομένων στο ΣΕΠΕ, έναντι 43,21% στα τέλη του 2008.
Το στοιχείο αυτό έρχεται να το επιβεβαιώσει και η έκθεση της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία περίπου 850.000 εργαζόμενοι πληρώνονται με καθυστέρηση από 1 έως και 12 μήνες.
Παράλληλα, στη ΓΣΕΕ φθάνουν καταγγελίες για επιχειρήσεις που πληρώνουν τους εργαζομένους τους με κουπόνια για σούπερ μάρκετ και έναντι μισθού, ενώ υπάρχουν και εργοδότες που τους... παρέχουν ένα πιάτο φαγητό και ένα δωμάτιο για να μένουν.
«Νέου τύπου» συμβάσεις
Είναι ενδεικτικό ότι από τις αρχές Αυγούστου του τρέχοντος έτους έχουν τεθεί σε ισχύ δύο επιχειρησιακές συμβάσεις, με τις οποίες καταργείται το επίδομα γάμου (+10% στον μισθό) και το επίδομα τέκνων (+5% για κάθε παιδί) παρότι τα συγκεκριμένα επιδόματα διασώθηκαν με την υπογραφή της νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που υπέγραψαν εργοδότες και ΓΣΕΕ. Το μόνο που διασώζεται είναι οι τριετίες και συγκεκριμένα έως 30% και 3 τριετίες για τους άνω των 25 ετών και έως 2 τριετίες και συνολικά 10% για τους κάτω των 25 ετών.
Μάλιστα, ακόμη και η καταβολή των δώρων τίθεται υπό αμφισβήτηση. Συγκεκριμένα, οι νέες συμβάσεις προβλέπουν την καταβολή τους, «έως τυχόν κατάργησής τους με νομοθετική διάταξη». Μάλιστα η κατάργηση θα ισχύει ακόμη κι αν η σε ισχύ Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση προβλέπει τη διατήρησή τους.
Την ίδια ώρα, και παρότι δεν προβλέπεται από κάποια συλλογική σύμβαση, συστηματικά δεν καταβάλλονται επιδόματα άδειας και δώρα εορτών, κι η ΓΣΕΕ εκτιμά ότι αυτό συμβαίνει σε περίπου 1.000.000 εργαζόμενους.
Στο 1.000.000 υπολογίζει η ΓΣΕΕ και τους «αόρατους» εργαζόμενους, αυτούς δηλαδή που εργάζονται ανασφάλιστοι, ή εργάζονται ως μισθωτοί, αλλά αμείβονται με μπλοκάκι ελεύθερου επαγγελματία, καθώς και όσους εργάζονται με πλήρες ωράριο, δηλώνονται όμως ως μερικώς απασχολούμενοι.
Τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ δείχνουν ότι 1 στους 5 εργαζόμενους είναι ανασφάλιστος, 300.000 είναι οι λεγόμενοι ψευτοαυτοαπασχολούμενοι οι οποίοι, ενώ παρέχουν εξαρτημένη μισθωτή εργασία, παρουσιάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, ενώ περίπου 200.000 είναι οι εργαζόμενοι οι οποίοι, ενώ παρέχουν πλήρη εργασία, δηλώνονται ως μερικώς απασχολούμενοι. Αυτοί, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΣΕΠΕ, αμείβονται με μισό μισθό (έως 440 ευρώ μικτά). Συνολικά, το ΣΕΠΕ εκτιμά ότι η μερική απασχόληση αφορά 1 στους 3 εργαζόμενους στην Ελλάδα.