Αντιαναπτυξιακές θεωρούν τις προβλέψεις του σχεδίου υπουργικής απόφασης για την εφαρμογή του συστήματος συμψηφισμού ενέργειας (Net Metering), στις εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών, οι παράγοντες της αγοράς, καθώς θεωρούν ότι προκαλούν μείωση της οικονομικής απόδοσης της επένδυσης και κατ' επέκταση μικρότερη ζήτηση.
Οι αντιρρήσεις που εκφράζονται αφορούν κυρίως το ανώτατο όριο των 10 κιλοβάτ που προτείνει το ΥΠΕΚΑ για την ισχύ των φωτοβολταϊκών, όπως και το ότι θα επιβαρύνεται με τέλη για Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας και ΕΤΜΕΑΡ το σύνολο της ενέργειας που θα απορροφά ο καταναλωτής, ασχέτως αν αυτό προέρχεται από το φωτοβολταϊκό ή το δίκτυο.
Αντιρρήσεις για τις σχετικές προβλέψεις έχουν εκφράσει τόσο ο Σύνδεσμος Εταιρειών Φωτοβολταϊκών, όσο και ο Αναπτυξιακός Σύνδεσμος Παραγωγών Ηλεκτρισμού (ΑΣΠΗ). Ιδιαίτερα ως προς το «πλαφόν» των 10 κιλοβάτ ανά εγκατάσταση, αμφότεροι θεωρούν ότι αποτελεί το βασικό αντικίνητρο για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών από επιχειρήσεις οι οποίες έχουν υψηλή κατανάλωση αλλά και χώρους κατάλληλους για πολύ μεγαλύτερες μονάδες.
Όπως τονίζει ο ΑΣΠΗ, «ενώ ουδείς λόγος υπάρχει για την εγκατάσταση συστήματος με ισχύ μεγαλύτερη από αυτήν που απαιτείται για την κάλυψη των καθημερινών ενεργειακών αναγκών λόγω της μη αποζημίωσης τυχόν πλεονάσματος ενέργειας, στο σχέδιο της Υ.Α. τίθεται πλαφόν ισχύος τα 10 κιλοβάτ, μειώνοντας δραματικά τον αριθμό των εν δυνάμει καταναλωτών που θα επιθυμούσαν να στραφούν στην αυτοπαραγωγή μέσω του Net Metering».
Από την πλευρά του ο ΣΕΦ εκτιμά επιπλέον ότι η εφαρμογή του συμψηφισμού λόγω των πλεονεκτημάτων που προφέρει στις επιχειρήσεις που θα τα εγκαταστήσουν, όπως σταθερό κόστος ενέργειας για ένα σημαντικό μέρος της κατανάλωσή τους, θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο και για ξαναζωντάνεμα του κλάδου των φωτοβολταϊκών.
Ως γνωστόν, μετά τα πρόσφατα μέτρα του new deal, ο κλάδος είναι πλέον ανύπαρκτος αφού έχουν σταματήσει οι νέες εγκαταστάσεις. Έτσι η όποια δραστηριότητα περιορίζεται στις εργασίες συντήρησης των ήδη εγκατεστημένων μονάδων φωτοβολταϊκών. Τα στελέχη του χώρου εκφράζουν τη βεβαιότητα ότι αυτή η κατάσταση, αν παραταθεί, θα οδηγήσει σε απαξίωση την τεχνογνωσία που αποκτήθηκε τα προηγούμενα χρόνια σε μεγάλη γκάμα τεχνικών, κι επίσης θα υποχρεώσει σε αποχώρηση από την Ελλάδα διεθνών εταιρειών που συνεχίζουν να διατηρούν προσωπικό και επιτελεία στη χώρα.
Αναφορικά με τις χρεώσεις για ΥΚΩ και ΕΤΜΕΑΡ (τέλος ΑΠΕ στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού), και αυτές λειτουργούν ως αντικίνητρο για την εγκατάσταση μονάδων φωτοβολταϊκών. Όπως σημειώνει ο ΑΣΠΗ, αντί του υπολογισμού τους επί της καθαρής εισερχόμενης ενέργειας, όπως θα προκύπτει κατά την ετήσια εκκαθάριση, υπολογίζονται επί της ενέργειας που απορροφάται από το δίκτυο και της συνολικής ενέργειας που καταναλώνεται από το φωτοβολταϊκό σύστημα.
Έτσι, εκτός από το ότι μειώνεται σημαντικά η οικονομική απόδοση της επένδυσης, θεωρείται τουλάχιστον παράδοξο από τη μία πλευρά ο ΛΑΓΗΕ να ωφελείται από τη μη αποζημίωση του τυχόν πλεονάσματος ενέργειας του συστήματος ενός αυτοπαραγωγού και την ίδια στιγμή ο ίδιος αυτοπαραγωγός να ενισχύει τα οικονομικά του ΛΑΓΗΕ καταβάλλοντας ΕΤΜΕΑΡ για την ενέργεια που απορρόφησε από το φωτοβολταϊκό του σύστημα.
Τέλος, ως αντικίνητρο λειτουργεί και το ότι δεν προβλέπεται η δυνατότητα πίστωσης της ενέργειας που παράγει ένα φωτοβολταϊκό σύστημα σε περισσότερους από έναν μετρητές κατανάλωσης που ανήκουν στον ίδιο ιδιοκτήτη εντός του ίδιου κτιρίου καθώς και η απαίτηση για ομοφωνία του συνόλου των ιδιοκτητών σε περίπτωση απόφασης εγκατάστασης φωτοβολταϊκού συστήματος σε κοινόχρηστο ή κοινόκτητο χώρο. Αυτά τα δύο σημεία περιορίζουν σημαντικά τον βαθμό διείσδυσης του μέτρου.