Σε ένα συνεχώς επιδεινούμενο περιβάλλον στην Νότια Ευρώπη και τη Μεσόγειο κινούνται τα ελληνικά διυλιστήρια. Δεν είναι μόνο η ραγδαία μείωση της εγχώριας κατανάλωσης, το υψηλό κόστος, η υψηλή φορολόγηση των συντελεστών παραγωγής (ηλεκτρικό, φυσικό αέριο) και τα χαμηλά περιθώρια διύλισης.
Οι αλλαγές στη ζήτηση πετρελαϊκών προϊόντων, η υποκατάσταση εισαγωγών από τις ΗΠΑ με εγχώριο πετρέλαιο σχιστόλιθου (light tight oil) και η μεγάλη αύξηση της παραγωγής από διυλιστήρια τρίτων χωρών, έχουν γίνει με ταχύτητα στην οποία δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να ανταποκριθούν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες διύλισης, με αποτέλεσμα το κλείσιμο ή την υπολειτουργία δεκάδων μονάδων στην Ευρώπη.
Σε σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ, επισημαίνονται οι παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στη διαμόρφωση θετικών προοπτικών για το συγκεκριμένο κλάδο στην Ελλάδα, και οι οποίοι έχουν να κάνουν τόσο με τις πολιτικές της ΕΕ για το περιβάλλον (μηχανισμός δικαιωμάτων ρύπων, απώλειες άνθρακα, προδιαγραφές καυσίμων) όσο και με τις αστοχίες εγχώριων πολιτικών που έχουν τη μορφή υπερφορολόγησης των προϊόντων (κατακόρυφη πτώση της ζήτησης, 38% μεταξύ 2008-2013), ελλειπούς προστασίας των ελληνικών διυλιστηρίων έναντι του μηχανισμού δικαιωμάτων ρύπων, υψηλού ενεργειακού κόστους.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη του ΙΟΒΕ, «η εξέλιξη και οι τάσεις της ζήτησης σε περιοχές πλησίον της χώρας μας διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο για τον προσδιορισμό των ανταγωνιστικών πιέσεων που δέχονται τα ελληνικά διυλιστήρια. Στην Ευρώπη η αγορά προϊόντων πετρελαίου έχει αλλάξει σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Εκτός από τη συνολική πτωτική τάση, η κυριότερη αλλαγή αφορά στη μείωση της ζήτησης βενζινών και μαζούτ (heavy fuel oil) και στην άνοδο της ζήτησης diesel και καυσίμων αεριωθουμένων (jet fuels).
Η άνοδος της ζήτησης diesel τροφοδοτήθηκε από την ενίσχυση της κατανάλωσης στις εμπορευματικές μεταφορές και την αυξανόμενη τάση προς την πετρελαιοκίνηση στις ιδιωτικές οδικές μεταφορές. Η ζήτηση μαζούτ στην ηλεκτροπαραγωγή έχει μειωθεί σημαντικά, ενώ και η ευρωπαϊκή βιομηχανία, έχοντας να αντιμετωπίσει αυστηρούς περιβαλλοντικούς περιορισμούς, έχει στραφεί σε πιο καθαρά εναλλακτικά καύσιμα».
Οι αλλαγές αυτές πραγματοποιήθηκαν με μεγαλύτερη ταχύτητα σε σχέση με την ικανότητα του κλάδου να ανταποκριθεί σε αυτές επισημαίνεται στην έκθεση. Τα παλαιότερα ευρωπαϊκά διυλιστήρια κατασκευάστηκαν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον αγοράς, στο οποίο η ζήτηση για βενζίνες και μαζούτ ήταν σημαντικά υψηλότερη από τη ζήτηση για ενδιάμεσα κλάσματα. Έτσι, με τις υφιστάμενες τάσεις δημιουργείται ανισορροπία μεταξύ της δυναμικότητας παραγωγής και των απαιτήσεων της ζήτησης, η οποία εξισορροπείται διαμέσου του διεθνούς εμπορίου. Η Ευρώπη, επομένως, εμφανίζει υπερβάλλουσα προσφορά βενζινών και έλλειμμα στα ενδιάμεσα κλάσματα που αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται.
Ωστόσο, η δυνατότητα αξιοποίησης της πλεονάζουσας δυναμικότητας μέσω εξαγωγών βενζινών από τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια τείνει να περιοριστεί μετά τις δραστικές αλλαγές που έφερε, στη βασική για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές αγορά των ΗΠΑ, η εκμετάλλευση του Light tight oil (LTO) και η συνεπαγόμενη αύξηση της προσφοράς πετρελαίου στις ΗΠΑ, οι αυξημένες απαιτήσεις χρήσης βιοκαυσίμων και η βελτίωση της αποδοτικότητας καυσίμων στα αυτοκίνητα.
Γειτονικές χώρες –περιθώρια
Οι εξελίξεις στις γειτονικές προς την Ελλάδα αγορές επίσης δεν είναι ευνοϊκές. Με την εξαίρεση της Τουρκίας στην περίπτωση του diesel, σε όλες τις υπόλοιπες αγορές παρουσιάζεται σημαντική πτώση της ζήτησης. Συνολικά, η ζήτηση diesel μεταξύ 2007 και 2012 έχει μειωθεί στη Νότια Ευρώπη κατά 15,7%, ενώ ακόμα σημαντικότερη είναι η μείωση στη ζήτηση βενζινών που ανέρχεται σε 26,9%.
Σε ό,τι αφορά στα περιθώρια διύλισης που αποτελούν το βασικό μέτρο κερδοφορίας ανά βαρέλι αργού πετρελαίου που επεξεργάζεται η μονάδα, στην περιοχή της Μεσογείου για τα απλά διυλιστήρια (Hydroskimming) και τα πιο σύνθετα καταλυτικής και υδρογονοπυρόλυσης (FCC και Hydrocracking) έχουν καταρρεύσει. Από το 2009 έχουν υποχωρήσει δραστικά και έκτοτε διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν εκτός των άλλων οι ανταγωνιστικές πιέσεις από διυλιστήρια στις αναπτυσσόμενες χώρες, η μείωση του κόστους μεταφοράς, η εκμετάλλευση του Light tight oil στις ΗΠΑ και το υψηλό κόστος εφοδιασμού αργού πετρελαίου.
«Είναι χαρακτηριστικό», αναφέρει η μελέτη του ΙΟΒΕ, «ότι το τελευταίο τρίμηνο του 2013 το μέσο περιθώριο διύλισης αναφοράς για διυλιστήρια με μονάδες καταλυτικής πυρόλυσης (FCC) στην περιοχή της Μεσογείου διαμορφώθηκε σε 1,02 δολάρια το βαρέλι, αρκετά χαμηλότερα από το μέσο όρο της περιόδου 2005-2013 που ήταν 5,03 δολάρια. Αντίστοιχα, το περιθώριο διύλισης αναφοράς για σύνθετες μονάδες υδρογονοπυρόλησης (Ηydrocracking) διαμορφώθηκε σε 4,65 δολάρια το βαρέλι, έναντι μέσου όρου περιόδου 2005-2013, 7,59 δολάρια, επηρεάζοντας σημαντικά την κερδοφορία του κλάδου».
Εξαγωγές
Η στροφή στην εξαγωγική δραστηριότητα έδωσε διέξοδο στα ελληνικά διυλιστήρια, τα οποία, λόγω της πτώσης της εγχώριας αγοράς, βρέθηκαν αντιμέτωπα με τον κίνδυνο χαμηλής αξιοποίησης της παραγωγικής τους δυναμικότητας, κάτι που θα τα απομάκρυνε από την ελάχιστα αποδοτική κλίμακα παραγωγής, επιβαρύνοντας περαιτέρω τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Έτσι, μετά από μια περίοδο σημαντικών επενδύσεων εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης της δυναμικότητάς τους (ΕΛΠΕ-εκσυγχρονισμός διυλιστήριο Ελευσίνας, Μότορ Όιλ- νέα μονάδα ατμοσφαιρικής απόσταξης, εκσυγχρονισμός επιμέρους μονάδων) και υπό την πίεση της χαμηλής εγχώριας ζήτησης και των ασθενών προοπτικών της, αναζήτησαν νέες ή επεκτάθηκαν στις υφιστάμενες αγορές, κυρίως σε χώρες εκτός ΕΕ.
Ως αποτέλεσμα αυτών των κινήσεων το εμπορικό ισοζύγιο (όγκος εξαγωγών μείον εισαγωγές) προϊόντων πετρελαίου, μετά από μια μακρά περίοδο ισορροπημένων μεταβολών χωρίς σαφή τάση, από το 2010 γίνεται έντονα πλεονασματικό. Το 2012, έτος δραστικής μείωσης της εγχώριας ζήτησης, το εμπορικό πλεόνασμα στα προϊόντα πετρελαίου υπερδιπλασιάστηκε και ο βαθμός εξωστρέφειας του κλάδου (εξαγωγές προς παραγωγή) ξεπέρασε το 50%.
Καταληκτικά η έκθεση του ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα το εγχώριο περιβάλλον δεν προβλέπεται ότι θα είναι ευνοϊκό για τον κλάδο διύλισης. Σύμφωνα με το πιο πρόσφατο σενάριο αναφοράς της ΕΕ, στο οποίο το ενεργειακό σύστημα προβάλλεται στο μέλλον με την παραδοχή της εφαρμογής των ήδη γνωστών πολιτικών, η ζήτηση προϊόντων πετρελαίου στην Ελλάδα θα μειωθεί με ταχύτερο ρυθμό συγκριτικά με τη συνολική ζήτηση ενέργειας.
Επιπλέον, όμως, καθώς με τις υφιστάμενες πολιτικές δεν επιτυγχάνονται οι μακροχρόνιοι στόχοι μείωσης των εκπομπών στην ΕΕ, η ανάγκη υιοθέτησης ακόμα πιο φιλόδοξων πολιτικών (μεγαλύτερη εξοικονόμηση ενέργειας, διείσδυση ΑΠΕ / βιοκαυσίμων, εξηλεκτρισμός μεταφορών κ.ά.), θα οδηγήσει σε ακόμα πιο δυσμενή προοπτική για τη ζήτηση προϊόντων πετρελαίου στην Ελλάδα και στην ΕΕ.