Έτοιμη να εκραγεί είναι η δημοσιονομική βόμβα που πυροδοτούν οι διαδοχικές αποφάσεις των Ανώτατων Δικαστηρίων, οι οποίες κρίνουν αντισυνταγματικές τις περικοπές μισθών, επιδομάτων και συντάξεων στο Δημόσιο, οι οποίες έγιναν στο πλαίσιο της μνημονιακής πολιτικής.
Στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους άρχισαν οι ασκήσεις επί χάρτου για το ύψος του δημοσιονομικού κόστους και τα μέτρα με τα οποία θα καλυφθεί αυτό. Εξάλλου, οι δανειστές έχουν ξεκαθαρίσει εδώ και αρκετούς μήνες στην κυβέρνηση ότι το όποιο κόστος προκύψει από την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων θα καλυφθεί με ισοδύναμα μέτρα, αδιαφορώντας εάν αυτά θα αφορούν το σύνολο των φορολογουμένων ή μόνο τους κλάδους που έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη.
Οι προβολές που κάνει το οικονομικό επιτελείο ανεβάζουν το συνολικό κόστος των δικαστικών αποφάσεων σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, αν και όπως τονίζουν στελέχη του οι όποιες προβλέψεις είναι επισφαλείς και ουδείς μπορεί να ξέρει σήμερα πώς θα εξελιχθούν αυτά τα ζητήματα και πόσο τελικώς θα κοστίσουν.
Μόνο η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) που έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές που έγιναν στις αποδοχές των ενστόλων επιφέρει κόστος για τον προϋπολογισμό της τάξης των 500 εκατ. ευρώ.
Στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατεί έντονος προβληματισμός για τις εξελίξεις, οι οποίες αν έχουν ανάλογη συνέχεια με τη δικαίωση και άλλων κλάδων μπορεί να προκαλέσουν δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Αυτό ο Αντώνης Σαμαράς, αλλά και ο Γκίκας Χαρδούβελης σε καμία περίπτωση δεν θα το ήθελαν εν όψει μάλιστα και των δύσκολων διαπραγματεύσεων του Σεπτεμβρίου.
Ειδικά, πάντως, η χθεσινή τροπολογία που κατατέθηκε από την κυβέρνηση στη Βουλή και αποκαθιστά τις αμοιβές των δικαστικών στο σύνολό τους μετά από απόφαση του Μισθοδικείου τον περασμένο Δεκέμβριο έχει προκαλέσει τη δυσφορία τόσο πράσινων όσο και γαλάζιων βουλευτών. Σε μεταξύ τους συζητήσεις, πολλοί εξ αυτών χαρακτηρίζουν μεγάλο πολιτικό λάθος την αποκατάσταση των δικαστικών, την ώρα που, όπως λένε, «έχουμε διαλύσει τις άλλες κοινωνικές ομάδες, με τις μειώσεις μισθών και συντάξεων». Κάποιοι μάλιστα προχώρησαν ακόμα περισσότερο, μιλώντας για περίεργη συγκυρία, καθώς η εν λόγω τροπολογία κατατέθηκε δύο μόλις μέρες μετά την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τους συνταξιούχους δικαστικούς και λίγο μετά την απόφαση-βόμβα του ΣτΕ, που ανατρέπει τις αλλαγές στα εργασιακά και δικαιώνει τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα (μόνο) για τη διαιτησία.
Μάλιστα πέντε βουλευτές της Ν.Δ. με ανακοίνωσή τους ζητούν να υπάρξει ταυτόχρονη αποκατάσταση και των μισθών των ενστόλων, έτσι ώστε «να μπορέσουμε να υπερψηφίσουμε τη σχετική τροπολογία στη Βουλή».
Εξάλλου, η χθεσινή τροπολογία για τους δικαστικούς, και με δεδομένο ότι ο μισθός του Προέδρου του Αρείου Πάγου είναι ίδιος με την αποζημίωση του βουλευτή, προκάλεσε έντονη φημολογία ότι η εξέλιξη αυτή αφορά εμμέσως και τους βουλευτές, οι οποίοι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν αναδρομικά και αύξηση των αποζημιώσεών τους. Πριν λάβει διαστάσεις το συγκεκριμένο σενάριο, με δήλωσή της η κυβερνητική εκπρόσωπος Σοφία Βούλτεψη το διέψευσε, κατ' «εντολήν του πρωθυπουργού». Για να ισχύσει πάντως πρακτικά η απόφαση θα πρέπει να υπάρξει αντίστοιχη απόφαση της ολομέλειας της Βουλής.
Τα σχέδια
Σύμφωνα με πληροφορίες η κυβέρνηση θα εξετάσει συνολικά το θέμα των διεκδικήσεων που προκύπτουν από δικαστικές αποφάσεις.
Ωστόσο, έχει στείλει ήδη το μήνυμα σε ένστολους και σε όλους όσοι αμείβονται με ειδικά μισθολόγια (δικαστικοί, καθηγητές, γιατροί του ΕΣΥ, διπλωμάτες κ.ά.) ότι δεν αποκλείεται να πληρώσουν οι ίδιοι τις δικαστικές αποφάσεις που θα κρίνουν αντισυνταγματικές τις περικοπές που έγιναν στους μισθούς τους.
Πάντως, δύσκολα το Μέγαρο Μαξίμου θα συγκρουστεί με τη βάση της εκλογικής πελατείας της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Σ' αυτήν την περίπτωση είναι ορατό το ενδεχόμενο της λήψης νέων μέτρων ή της παράτασης προσωρινών, όπως της έκτακτης ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης έως το 2016.
Η δέσμη των μέτρων θα περιλαμβάνει και την κατάργηση των ευνοϊκών καθεστώτων ΦΠΑ (σε ακριτικές περιοχές και νησιά), την αλλαγή του συστήματος παρακράτησης του φόρου μισθών και συντάξεων (οι κρατήσεις θα υπολογίζονται επί του αθροίσματος όλων των καταβαλλόμενων αποδοχών και όχι αυτοτελώς από κάθε εργοδότη ή από κάθε ασφαλιστικό ταμείο) κ.ά.
Από τις έως τώρα εξελίξεις πάντως φαίνεται ότι το υπουργείο Οικονομικών αντιμετωπίζει το θέμα των διεκδικήσεων αποσπασματικά, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό.
Το γεγονός αναδείχθηκε και από το χθεσινό έγγραφο της Διεύθυνσης Φορολογίας Εισοδήματος, με αφορμή αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκριναν αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τη φορολόγηση του επιδόματος βιβλιοθήκης των πανεπιστημιακών και του επιδόματος αλλοδαπής των πολιτικών υπαλλήλων του Δημοσίου (αποφάσεις 29/2014 και 1840/2013).
Στο έγγραφο αναφερόταν πως «όσον αφορά τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδίδονται κατά την αναιρετική διαδικασία, αυτές ισχύουν μεταξύ των διαδίκων και εφαρμόζονται από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Οικονομικών». Πρακτικά δηλαδή μόνο όσοι προσέφυγαν στο ΣτΕ για τις συγκεκριμένες υποθέσεις θα ωφεληθούν από την απόφαση και όχι συνολικά οι κλάδοι (πανεπιστημιακοί, πολιτικοί υπάλληλοι), γεγονός που θα οδηγήσει σε νέο κύκλο προσφυγών.