Αντισυνταγματική έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) την διάταξη που απαγορεύει τη μονομερή προσφυγή στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ).
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ και την ΟΤΟΕ που είχαν προσφύγει κατά της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου 6 (ΠΥΣ 6/2012), η ολομέλεια του ΣτΕ εξέδωσε, με σημαντική καθυστέρηση, την με αρ. 2307/2014 απόφασή της, με την οποία έκανε δεκτή την αίτηση ακύρωσης μόνο ως προς τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1,2 και 4.
Πρόκειται για το άρθρο που απαγόρευε τη μονομερή προσφυγή στον ΟΜΕΔ κάτι που κρίθηκε ως αντίθετο με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος.
Αναλυτικά, το άρθρο 3 παρ. 1 καθιέρωνε το δικαίωμα προσφυγής στη διαιτησία αποκλειστικά με κοινή συμφωνία των μερών. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου περιόριζε την προσφυγή στη διαιτησία αποκλειστικά στον καθορισμό βασικού μισθού ή/και βασικού ημερομισθίου με απαγόρευση ρύθμισης οποιουδήποτε άλλου ζητήματος, ακόμη και διατηρητικών ρητρών, ενώ η παράγραφος 4 όριζε ότι εκκρεμείς προσφυγές στον ΟΜΕΔ αν μεν είχαν κατατεθεί μονομερώς ετίθεντο στο αρχείο, ενώ αν είχαν κατατεθεί με κοινή συμφωνία κρίνονταν σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ΠΥΣ 6/2012.
Mε την προϊσχύουσα νομοθεσία, αν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων δεν κατέληγαν σε κοινή συμφωνία, οποιοδήποτε από τα δύο μέρη είχε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει τη διαδικασία διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς στον ΟΜΕΔ. Με την ΠΥΣ καταργήθηκε η δυνατότητα με αποτέλεσμα σε περίπτωση κατά την οποία η συλλογική διαφορά δεν κατέληγε σε συμφωνία, να μην υπάρχει δυνατότητα να επιβληθούν γενικοί όροι εργασίας, υποχρεωτικοί για τους εργοδότες. Η ακύρωση της σχετικής διάταξης της ΠΥΣ έχει ως συνέπεια να επανέρχεται σε ισχύ το παλαιότερο καθεστώς ως προς το θέμα αυτό.
Η ΠΥΣ περιείχε και άλλες ρυθμίσεις, οι οποίες κρίθηκαν από το ΣτΕ ότι δεν έρχονται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα, αφού εκτιμήθηκαν οι ιδιαίτερα δυσμενείς δημοσιονομικές και οικονομικές συνθήκες και οι αντίστοιχες ανάγκες της χώρας.
Πρόκειται γα ρυθμίσεις που αφορούν τον περιορισμό της διάρκειας της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων και της μετενέργειάς τους, μετά τη λήξη της ισχύος τους, τον περιορισμό των θεμάτων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την κατάργηση ρητρών που είχαν ως συνέπεια να δημιουργείται καθεστώς οιονεί μονιμότητας για το προσωπικό των δημόσιων επιχειρήσεων.
Συνταγματικές κρίθηκαν και οι περικοπές στους μισθούς, και η κατάργηση επιδομάτων που επιβλήθηκαν με το Μνημόνιο.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ , αποτελεί ρωγμή στη λογική των μνημονίων και είναι μια ακόμη δικαίωση των αγώνων της ΓΣΕΕ. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων εκτιμούν ότι με την ακύρωση της επίμαχης διάταξης θα αναβιώσει το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, που αποτελεί τον επικουρικό μηχανισμό στήριξης της συλλογικής αυτονομίας και εξασφαλίζει την ύπαρξη συλλογικών ρυθμίσεων. Θα αποκατασταθεί ακόμη η δυνατότητα ρύθμισης με διαιτητική απόφαση του συνόλου των όρων εργασίας που μέχρι σήμερα είχαν εγκαταλειφθεί στην ατομική διαπραγμάτευση.
Όσο για τα υπόλοιπα μέτρα της συγκεκριμένης ΠΥΣ, που έχει μείνει γνωστή ως «2ο Μνημόνιο» η Συνομοσπονδία προτίθεται να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Με ανακοίνωσή της και η ΟΤΟΕ χαρακτηρίζει την απόφαση του ΣτΕ βαρυσήμαντη, καθώς «επιβάλλεται από το Σύνταγμα στο Νομοθέτη να προβλέπει και τη δυνατότητα προσφυγής στη Διαιτησία έστω και από το ένα μέρος, ώστε να μη παραμένει αρρύθμιστο σημαντικό μέρος της συλλογικής διαφοράς». Σύμφωνα με την ΟΤΟΕ, η απόφαση του ΣτΕ έχει μεγάλη συνδικαλιστική και πολιτική σημασία, γιατί επαναφέρει στη δημοκρατική τάξη τη θεσμική λειτουργία του Συντάγματος, των Νόμων και των κανόνων δικαίου, που αφορούν στις Συλλογικές διαπραγματεύσεις, στις Συμβάσεις και στα δικαιώματα των εργαζομένων.