Σε αύξηση στα επιτόκια νέων εταιρικών χορηγήσεων προχώρησαν αθόρυβα τον Απρίλιο οι τράπεζες, ως αποτέλεσμα της πίεσης που προκαλούν στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο η αργή πλέον αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησης και η ανάγκη μείωσης της εξάρτησης από το ευρωσύστημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το επιτόκιο νέων χορηγήσεων προς επιχειρήσεις στο τέλος Απριλίου διαμορφώθηκε στο 6,64%. Την ίδια περίοδο το επιτόκιο υφιστάμενων εταιρικών χορηγήσεων διαμορφώθηκε στο 5,66%.
Μέσα σε έναν μήνα το επιτόκιο για νέες χορηγήσεις επιχειρηματικών δανείων αυξήθηκε 1% σε σχέση με τα τέλη Μαρτίου, όπου βρισκόταν στο 5,57%, κόντρα στο περιβάλλον μείωσης επιτοκίων που επικρατεί στην ευρωζώνη. Πρόκειται για μια τάση που, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, είναι δύσκολο να ανατραπεί τους επόμενους μήνες.
Η αύξηση αποδίδεται, με βάση τις ίδιες πηγές, στην πίεση που δέχονται οι ελληνικές τράπεζες στο καθαρό επιτοκιακό τους περιθώριο. Η στασιμότητα που παρατηρείται εδώ και μήνες στις καταθέσεις έχει επιβραδύνει σημαντικά την ταχύτητα πτώσης στα επιτόκια των προθεσμιακών.
Το μέσο επιτόκιο νέων προθεσμιακών διαμορφώνεται στο 2,71% και των υφιστάμενων στο 2,81%, έχοντας υποχωρήσει μόλις 10 μονάδες βάσης τους πρώτους μήνες του 2014 και 30 μονάδες βάσης από τον Σεπτέμβριο του 2013. Στον αντίποδα, υποχώρησε ταχύτατα μετά τις αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών του 2013, πέφτοντας από το 4,2% τον Ιούνιο στο 3% τον Σεπτέμβριο.
Την ίδια στιγμή, αποκλιμακώνεται πολύ γρήγορα το επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου μέσω εντόκων γραμματίων, τα οποία σχεδόν στο σύνολό τους καλύπτουν οι ελληνικές τράπεζες και τα ταμεία, με αποτέλεσμα να φρενάρουν τα καθαρά έσοδα από τόκους, αυξάνοντας την πίεση στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο.
Το επιτόκιο στα έντοκα γραμμάτια Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας έπεσε στην τελευταία δημοπρασία στο 1,8% από 3,9% τον περασμένο Δεκέμβριο, ενώ στα εξάμηνης διάρκειας προσγειώθηκε στο 2,15% από 4,15% τον Δεκέμβριο.
Ο σημαντικότερος λόγος για την καθήλωση των καθαρών εσόδων από τόκους είναι η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, που προκαλεί η ταχεία μείωση του δανεισμού από το ευρωσύστημα.
Από τις αρχές του έτους ως και τα τέλη Μαΐου οι εγχώριες τράπεζες μείωσαν, όπως προκύπτει από τις παρουσιάσεις στους αναλυτές, την εξάρτησή τους από το ευρωσύστημα κατά περίπου 20 - 21 δισ. ευρώ (από 72 δισ. ευρώ στις 31/12/2103 σε 51 - 52 δισ. ευρώ).
Με δεδομένο ότι δεν υπήρξε αύξηση καταθέσεων και οι νέες εκδόσεις ομολόγων ανέρχονται μόλις σε 1,7 δισ. ευρώ (500 εκατ. από την Πειραιώς, 700 εκατ. από την Εθνική και 500 εκατ. από τη Eurobank), η ταχεία μείωση της εξάρτησης από το ευρωσύστημα εξηγείται μόνο με αύξηση των συμβάσεων repo και σε μικρότερο βαθμό από την άνοδο της αξίας των τίτλων κρατικής βοήθειας.
Όπως αποκάλυψε η στήλη Χαμαιλέων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ενημερώσει ότι από την 1η Μαρτίου 2015 δεν θα κάνει δεκτά ως εξασφαλίσεις τα ειδικά ομόλογα με εγγύηση Δημοσίου, τα οποία στο τέλος του 2013 ανέρχονταν σε 49 δισ. ευρώ.
Ενεργώντας προληπτικά έναντι του παραπάνω ορόσημου, οι τράπεζες προσφεύγουν σε δανεισμό από τη διατραπεζική αγορά, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος χρηματοδότησης και να φρενάρουν τα καθαρά έσοδα από τόκους.
Η σταθεροποίηση των καταθέσεων και η ανάγκη απεξάρτησης από τα ομόλογα με εγγύηση Δημοσίου για την άντληση ρευστότητας επιβάλλουν, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, στην κυβέρνηση να επανεξετάσει τη στάση της απέναντι στο θέμα της παροχής κινήτρων φορολογικής αμνηστίας για επαναπατρισμό κεφαλαίων.
Πρόκειται για θέμα που προκαλεί ενστάσεις λόγω του «ηθικού κινδύνου» που σηματοδοτεί ενδεχόμενη αμνήστευση χρημάτων που δεν προήλθαν νόμιμα, αλλά αποτελεί καίριας σημασίας ζήτημα στη συγκυρία ώστε το σύστημα να αποκτήσει ρευστότητα για να πέσει φρέσκο χρήμα στην αγορά με χαμηλότερο κόστος δανεισμού.