Με δήλωσή του ο νέος πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Χριστόδουλος Στεφανάδης απαντά στα ερωτηματικά που τέθηκαν λόγω της αρθρογραφίας του με την οποία έθετε το ερώτημα του εάν θα πρέπει η χώρα να γυρίσει στη δραχμή. Αρθρογραφία η οποία προκάλεσε πολλές συζητήσεις μετά και την ανακοίνωση ότι αναλαμβάνει τη θέση του επικεφαλής του ΣΟΕ. Στην ανακοίνωση αναφέρεται:
«Στο άρθρο μου στην εφημερίδα Καθημερινή τον Δεκέμβριο του 2011, αναπτύχθηκαν οι διαφορετικές εναλλακτικές πιθανότητες και σενάρια για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας, με βάση τα δεδομένα εκείνης της περιόδου.
Σήμερα, 3 χρόνια αργότερα, μετά τη θεαματική δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας και την ενίσχυση της διεθνούς θέσης της χώρας, ο δρόμος για την ανάκαμψη και την μελλοντική ευημερία της Ελλάδας είναι απαρέγκλιτα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης και, φυσικά, με νόμισμα το Ευρώ. Αυτό ήταν και το βασικό σενάριο που αναπτύχθηκε στο τότε άρθρο. Η Ελλάδα πέτυχε αυτό που θεωρούσα ως την προτιμητέα λύση.
Το σενάριο της «συντεταγμένης επιστροφής στη δραχμή» δεν ήταν το προτιμητέο. Εξηγούσα ότι θα ήταν φρόνιμο να εξεταστεί σε περίπτωση που η Ελλάδα αδυνατούσε να ακολουθήσει την πορεία της εσωτερικής υποτίμησης, που τελικά ακολούθησε. Διαφορετικά, θα είχαμε υποστεί μια απότομη και άρον-άρον εκδίωξη της χώρας μας από την Ευρωζώνη, με κλείσιμο των τραπεζών, πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας και δραματική μείωση του βιοτικού επιπέδου.
Συμφωνώ με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και συντάσσομαι απόλυτα με τις επιλογές της Κυβέρνησης».
Το επίμαχο άρθρο
Δομικές αλλαγές και οι αυταπάτες της ανάπτυξης
Του Χριστοδουλου Στεφαναδη
Είναι προφανές σε κάθε σκεπτόμενο πολίτη ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται μεγάλες δομικές αλλαγές. Πρέπει να μειωθεί η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, να βελτιωθεί το δικαστικό σύστημα, να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα και να αυξηθεί ο ανταγωνισμός στις ολιγοπωλιακές αγορές. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για τη μακροχρόνια ευημερία της χώρας. Ομως, όπως δείχνει η οικονομική ιστορία, όσο και αν οι δομικές αλλαγές βοηθούν στη μακροχρόνια ανάπτυξη, συνήθως δεν συνεισφέρουν σημαντικά στην έξοδο από μία κυκλική κρίση. Είναι υπεραισιόδοξο να περιμένουμε πως η χώρα θα ανακάμψει μέσα σε αποδεκτό χρονικό διάστημα διαμέσου δομικών μεταρρυθμίσεων.
Δυστυχώς, η δομή μιας οικονομίας είναι μία μεταβλητή που συνήθως αλλάζει πολύ αργά. Τα δομικά προβλήματα και στρεβλώσεις συχνά οφείλονται σε δυσμενή ιστορικά ατυχήματα στο παρελθόν που ώθησαν την οικονομία να στραφεί σε λάθος κατεύθυνση. Επίσης, μπορεί να οφείλονται σε πολιτικοοικονομικές συμμαχίες παρασιτικών ομάδων που επέβαλαν δομές επωφελείς για τα στενά τους συμφέροντα, αλλά επιβλαβείς για το κοινωνικό σύνολο. Τέτοιες καταστάσεις αλλάζουν δύσκολα, και ακόμα και όταν αλλάξουν, φέρνουν θετικά αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία μόνο μετά από αρκετό χρόνο.
Τι κάνει την κυβέρνηση να πιστεύει ότι οι δομικές αλλαγές μπορούν να πραγματοποιηθούν ταχύτερα στην Ελλάδα; Οτι οι αλλαγές θα ολοκληρωθούν πριν η χώρα μεταβληθεί σε κρανίου τόπο και μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων χαθεί; Οι αγορές προφανώς δεν πιστεύουν ότι αυτό το εγχείρημα είναι ιδιαίτερα εφικτό, και γι' αυτό ποντάρουν στο ότι η ελληνική οικονομία θα είναι βαλτωμένη για αρκετό καιρό. Επίσης, ακόμα χειρότερο είναι ότι η προβολή του υπεραισιόδοξου επιχειρήματος πως η κρίση θα ξεπεραστεί διαμέσου δομικών αλλαγών μπορεί να κάνει τις αλλαγές ακόμα πιο δύσκολες. Οι απογοητευμένοι πολίτες (που δικαιολογημένα περιμένουν αποτελέσματα μέσα σε ένα αποδεκτό χρονικό διάστημα) μπορεί να σταματήσουν να υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις και να προσχωρήσουν σε λαϊκιστικά κινήματα.
Οπως τονίζουν τα πιο απλά εγχειρίδια Μακροοικονομικής, γρήγορη βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη μπορεί να έρθει όχι με δομικές αλλαγές, αλλά με δύο άλλους τρόπους. Πρώτον, με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική (δηλαδή με αύξηση των δημοσίων έργων και δαπανών) και δεύτερον, με υποτίμηση του κόστους ζωής (δηλαδή με μείωση των εγχώριων μισθών και τιμών) που καθιστά τα εγχώρια προϊόντα πιο ανταγωνιστικά.
Στην Ελλάδα ο πρώτος τρόπος είναι προς το παρόν ανέφικτος λόγω της χρεοκοπίας του κράτους και της απροθυμίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης να συνεισφέρει, οπότε η μόνη διέξοδος για σχετικά γρήγορη ανάπτυξη είναι η υποτίμηση.
Οπως εξήγησα στην «Καθημερινή» (13/11/2011, «Για μία λιγότερο επώδυνη εσωτερική υποτίμηση»), θα είναι προτιμότερο αν η κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει σε μία γρήγορη και αποτελεσματική εσωτερική υποτίμηση εντός της Ευρωζώνης. Αλλά αν δεν υπάρχει η δυνατότητα να εφαρμοστεί σωστά η δύσκολη και ημι-πειραματική συνταγή της εσωτερικής υποτίμησης (και εδώ ισχύει το «Γνώθι Σ' αυτόν»), θα ήταν φρόνιμο να εξεταστεί προσεκτικά και η εναλλακτική λύση της νομισματικής υποτίμησης με συντεταγμένη επιστροφή στη δραχμή.
Οπως δείχνουν οι πράξεις τους, οι κυβερνώντες των δύο τελευταίων χρόνων αδυνατούν να κατανοήσουν την τεράστια σημασία του εγχειρήματος μιας γρήγορης υποτίμησης. Εκτός, βέβαια, και αν η κυβέρνηση ενδιαφέρεται μόνο για τα πολύ μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να βοηθήσει την οικονομία σε βραχυπρόθεσμο ή μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ομως, όπως είπε ένας από τους σημαντικότερους οικονομολόγους του 20ού αιώνα, ο John Maynard Keynes, «μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί».