Την αναγκαία εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της κρίσης στην ευρωζώνη, υποστηρίζει ο πρώην πρόεδρος του Eurogroup και νυν υποψήφιος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, σε συνέντευξη που παραχώρησε στη γαλλόφωνη εφημερίδα «Le Soir» υπό τον τίτλο: «Είμαι υποψήφιος, γιατί θέλω να βελτιώσω την Ευρώπη», μεταδίδει το ΑΠΕ.
Σε σχέση με την κρίση στην ευρωζώνη, ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, υπό την ιδιότητα του προέδρου του Eurogroup επί εννέα χρόνια, υπεραμύνεται των πολιτικών λιτότητας αναφέροντας: «Υποστηρίζω την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.
Καταφέραμε -και πρωτίστως χάρη στις δικές μου προσπάθειες- να καταστήσουμε σαφές σε όλες τις χώρες ότι δεν υπήρχε περίπτωση να βγει η Ελλάδα από τη ζώνη του ευρώ. Πάντα πίστευα ότι η ιδέα της εξόδου της Ελλάδας ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη για τη μετάδοση της κρίσης. Όμως, προϋπόθεση για το επιχείρημα αυτό ήταν η δέσμευση (σσ: της χώρας) για δημοσιονομική εξυγίανση. Δεν υφίσταται βιώσιμη ανάπτυξη επί ενός διαρκώς αυξανόμενου δημόσιου χρέους. Το 2005, όμως, προώθησα μια σημαντική μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι φάσεις της οικονομικής ύφεσης. Αν δεν είχα κάνει αυτή τη μεταρρύθμιση το 2005, η ευρωζώνη δε θα είχε επιβιώσει από την οικονομική κρίση».
Σε ερώτηση αν υπεραμύνεται ανεπιφύλακτα των πολιτικών λιτότητας, ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ απαντά: «Με προσαρμογές επί των εφαρμοζόμενων προγραμμάτων. Αντιτάχθηκα στην ιδέα της περαιτέρω μείωσης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα. Όμως οι Ολλανδοί, οι Φιλανδοί και άλλοι, καθώς και οι υπουργοί της Μάλτας, της Κύπρου, της Σλοβακίας, της Σλοβενίας και της Πορτογαλίας, δεν ήθελαν να ζητήσουν από τα κοινοβούλιά τους τη συγκατάθεσή τους για τα προγράμματα προσαρμογής που αναπτύσσαμε, ενώ ταυτόχρονα οι συνθήκες διαβίωσης στις χώρες αυτές ήταν χαμηλότερες σε σχέση με την Ελλάδα. Ανάμεσα σε εκείνους που προέβαλαν το επιχείρημα αυτό υπήρχαν και σοσιαλιστές. Ας μην λένε λοιπόν σήμερα ότι έχουν χύσει δάκρυα για την Ελλάδα».
Συνεχίζοντας, ο Ζ. Κ. Γιούνκερ υπερασπίζεται τις θέσεις των Χριστιανoδημοκρατών, οι οποίοι, κατά την άποψή του, συνδυάζουν με τον καλύτερο τρόπο την ανάγκη εξυγίανσης των δημοσιονομικών μεγεθών με τις πολιτικές ανάπτυξης και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Όπως αναφέρει ο ίδιος, «οι σοσιαλιστές δεν έχουν το μονοπώλιο των κοινωνικών πολιτικών».
Ερωτηθείς κατά πόσον έχει «το μονοπώλιο της υπευθυνότητας», ο Ζ. Κ. Γιούνκερ υπενθυμίζει ότι όταν ήταν επικεφαλής του Eurogroup, την εποχή της κρίσης, από τις 17 κυβερνήσεις οι δώδεκα περιελάμβαναν σοσιαλιστές υπουργούς. «Δεν είδα κανέναν από αυτούς να παραιτείται, επειδή οι πολιτικές που ενέκρινε το Eurogroup τους φαίνονταν καταστροφικές».
Ο Juncker πιστεύει επίσης ότι το παιχνίδι για τη θέση του προέδρου της Επιτροπής κρίνεται ανάμεσα σε δύο υποψηφίους, ήτοι τον ίδιο και τον σοσιαλιστή Μάρτιν Σουλτς. Σημειώνει ότι «εκείνος που θα κερδίσει τις ευρωπαϊκές εκλογές θα είναι ο φυσικός υποψήφιος, με βάση τα αποτελέσματα της καθολικής ψηφοφορίας, για να αναλάβει πρόεδρος της Επιτροπής. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δε θα έχει καμιά δυνατότητα να αποφύγει την απόφαση της κάλπης. Αν τυχόν έπαιρνε αποστάσεις από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, θα ενδυνάμωνε την κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης της ΕΕ».
Ο Ζ. Κ. Γιούνκερ απορρίπτει στη συνέχεια, τον ισχυρισμό ότι η θέση του προέδρου της Επιτροπής είναι «υπερβολικά επιβαρυμένη» για τον ίδιο και ότι στην πραγματικότητα, θα προτιμούσε τη θέση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. «Δέχτηκα να είμαι υποψήφιος με το ΕΛΚ στις ευρωπαϊκές εκλογές διότι έχω μία αντίληψη για την Ευρώπη, την οποία δε θα σφετεριστεί κανείς. Έχω διαπιστώσει ότι ο πρόεδρος της Επιτροπής, εφόσον σέβεται τα κράτη μέλη και σέβεται ταυτόχρονα το γενικό συμφέρον της ΕΕ, έχει τη δυνατότητα να δώσει τη μεγαλύτερη ώθηση στην Ευρώπη».
Σε περίπτωση που ο Μ. Σουλτς συγκεντρώσει μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, ο ίδιος διευκρινίζει ότι θα είναι ο πρώτος που θα εισηγηθεί να γίνει ο Μ. Σουλτς πρόεδρος της Επιτροπής. «Η Συνθήκη δεν λέει ότι αν κερδίσει ένας σοσιαλιστής, πρόεδρος της Επιτροπής θα είναι ένας χριστιανοδημοκράτης ή το αντίθετο. Στην περίπτωση -την οποία δε συμμερίζομαι- κατά την οποία η πολιτική ομάδα που εκπροσωπώ δεν έρθει πρώτη στις εκλογές, δε θα επιδιώξω μία θέση "παρηγοριάς"» αναφέρει ο Ζ. Κ. Γιούνκερ.
Αναφορικά με την πρόσφατη διαδήλωση των Ευρωπαίων εργαζομένων στις Βρυξέλλες για μια πιο κοινωνική Ευρώπη, ο Ζ. Κ. Γιούνκερ τονίζει: «Είμαι υπέρ της αρχής ενός νόμιμου κατώτατου μισθού και το ίδιο ισχύει για το ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης. Στα θέματα εργατικού δικαίου, θα πρέπει να επανεξετάσουμε όλα τα πεδία -ελάχιστα στην πραγματικότητα- στα οποία η Ευρώπη κατάφερε να επιβάλει κανόνες. Αυτό είναι που λείπει. Εντούτοις, εξαιρώ από τη διαδικασία αυτή τα συστήματα κοινωνικής ασφάλειας, τα οποία είναι υπερβολικά διαφορετικά για να επιχειρήσουμε να τα εναρμονίσουμε».
Κληθείς να σχολιάσει το αίσθημα απογοήτευσης πολλών Ευρωπαίων από την ΕΕ, απαντά ότι είναι μεν κατανοητό, αλλά και ότι: «Δεν είμαστε αρκετά υπερήφανοι για την Ευρώπη, την οποία θαυμάζουν σε ολόκληρο τον κόσμο για τη διαρκή ειρήνη την οποία έχει εξασφαλίσει στην επικράτειά της. Τα γεγονότα στην Ουκρανία και στην Κριμαία μάς υπενθυμίζουν ότι η ειρήνη και η ελευθερία δεν είναι αιώνιες αρχές στην ήπειρό μας. Κατορθώσαμε να ενοποιήσουμε 28 αγορές, να ενώσουμε 18 εθνικά νομίσματα σε ένα ενιαίο νόμισμα. Αυτό το νόμισμα μας προστατεύει. Πιστεύετε ότι χωρίς αυτό θα είχαμε μπορέσει να αντιμετωπίσουμε την κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου, την κρίση μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, ή την ουκρανική κρίση; Θα είχαμε παρασυρθεί σε αδελφοκτόνους οικονομικούς πολέμους ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Πρέπει να προχωρήσουμε σε περαιτέρω ολοκλήρωση, να συντονίσουμε καλύτερα τις οικονομικές αλλά και τις κοινωνικές πολιτικές μας. [...]
Προσωπικά επιδιώκω να γίνω πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής γιατί θέλω να βελτιώσω την Ευρώπη».
Τέλος, σε ερώτηση σχετικά με το αίτημα της νέας γαλλικής κυβέρνησης για παράταση της προθεσμίας μείωσης του ελλείμματος στο 3%, ο Ζ. Κ. Γιούνκερ επισημαίνει ότι έχει ήδη δοθεί δύο φορές παράταση στη Γαλλία. «Το θέμα δεν είναι να δώσουμε μια τρίτη παράταση» σημειώνει ο ίδιος, αλλά να τηρηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες.
Τονίζει ότι η Γαλλία πρέπει να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της στον δημοσιονομικό τομέα και οφείλει να εφαρμόσει το πρόγραμμα σταθερότητας, λέγοντας ότι «μια χώρα που ισχυρίζεται ότι συν-διοικεί την Ευρώπη δεν μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι αποφεύγει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της».